powered by Agones.gr - livescore

Πέμπτη

Με εμπάργκο εισαγωγών προϊόντων από ΗΠΑ και Ε.Ε. απαντά η Ρωσία στις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης. Καταστρέφονται οι αγρότες Ανίκανη οι κυβέρνηση των φόρων του Βαγγέλη Σαμαρά να αντιμετωπίσει την κατάσταση.


«Με σκοπό την προστασία των εθνικών συμφερόντων της Ομοσπονδίας της Ρωσίας (…) διατάσσω να απαγορευτούν ή να περιοριστούν για έναν χρόνο οι εισαγωγές στη ρωσική επικράτεια ορισμένων ειδών γεωργικών προϊόντων, πρώτων υλών και διατροφικών προϊόντων από τις χώρες που αποφάσισαν να θέσουν σε ισχύ οικονομικές κυρώσεις» σε βάρος της Ρωσίας, αναφέρεται -σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου- στο προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε χθες ο Βλαντίμιρ Πούτιν, εγκαινιάζοντας έτσι και επίσημα έναν οικονομικο-εμπορικό «πόλεμο» με τη Δύση.
 Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Τελωνειακή Υπηρεσία της Ρωσίας, εξήχθησαν από την Ελλάδα στη Ρωσία το 2013 εσπεριδοειδή, σταφύλια, πεπόνια, μήλα, αχλάδια, βερύκοκα, βύσσινα, κεράσια, ροδάκινα, δαμάσκηνα, άλλα μικρότερα φρέσκα φρούτα (βατόμουρα, σμέουρα, χουρμάδες κλπ).
Το συνολικό ύψος των εισαγωγών από την Ελλάδα ήταν 611,3 εκατ. δολάρια, εκ των οποίων τα ελληνικά φρούτα αποτέλεσαν το 34%.
Το συνολικό μερίδιο της Ελλάδας στις ρωσικές εισαγωγές σε βερύκοκα, νεκταρίνια, ροδάκινα
και βύσσινο έφθασε το 12,5% (σε απόλυτους αριθμούς 57,8 χιλιάδες τόνους και ύψος 90,1 εκατ. δολαρίων).
Στην κατηγορία «λοιπά φρέσκα φρούτα», το ελληνικό μερίδιο είναι 15,7% (58,7 χιλιάδες τόνοι, που αντιστοιχούν σε 97,1 εκατ. δολάρια) και πολύ μικρότερο στα υπόλοιπα φρούτα. Την περασμένη χρονιά οι ελληνικές εισαγωγές σε εσπεριδοειδή έφθασαν τους 14,2 χιλιοτόνους (15 εκατ. δολάρια), σε σταφύλια τον 1,1 χιλιοτόνο (2,3 εκατ. δολάρια), σε πεπόνια 0,2 χιλιοτόνους (0,2 εκατ. δολάρια), σε μήλα και αχλάδια 3,4 χιλιοτόνους (3,6 εκατ. δολάρια).
Τις προηγούμενες ημέρες με την επίκληση της ίδιας δικαιολογίας οι ρωσικές Αρχές επέβαλαν περιορισμούς στις εισαγωγές φρούτων και λαχανικών από την Ουκρανία, την Πολωνία, την Ολλανδία, τη Μολδαβία και είχαν υποστηρίξει ότι πιθανώς τα μέτρα να επεκταθούν πρωτίστως «στις εισαγωγές από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης»