Πολύ μεγάλη και διαρκής είναι η επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος από την καύση βιομάζας στα μεγάλα αστικά κέντρα για θέρμανση, την ίδια ώρα που τα όποια δημοσιονομικά οφέλη από την υπερβολική φορολογία στο πετρέλαιο θέρμανσης είναι μικρά και δεν καλύπτουν τα νέα δημόσια έξοδα από τις αυξημένες ανάγκες λόγω ρύπανσης!
Μόνο στη Θεσσαλονίκη υπολογίζονται κατά μέσον όρο σε 200
εκατομμύρια για την ετήσια χειμερινή περίοδο! Η συνολική αυτή εικόνα προκύπτει από τη μακρόχρονη έρευνα του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 2012, έχοντας κάνει μετρήσεις και από τον Αύγουστο του ίδιου έτους, για να έχουμε μια βάση σύγκρισης. Εντοπίσαμε τεράστιο πρόβλημα, ειδικά τα δύο πρώτα έτη, το 2012 και 2013. Την περίοδο από Οκτώβριο έως Απρίλιο, το 34% των αιωρούμενων σωματιδίων σε βασικές ελληνικές πόλεις οφείλεται σε καύση βιομάζας.
Τις κρύες ημέρες και νύχτες, όμως, όταν το θερμόμετρο έπεφτε κάτω από τους 10 βαθμούς Κελσίου και οι συγκεντρώσεις σωματιδίων απογειώνονταν στα 120-150 μg/m3, τότε η συμμετοχή της καύσης για λόγους θέρμανσης ξεπερνούσε το 70%-80%!» λέει στην «Κ» ο κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης, αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ και υπεύθυνος του Εργαστηρίου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως πρόκειται για ρύπανση που προέρχεται από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες, για λόγους θέρμανσης. Αδιάψευστος μάρτυρας και η ώρα των μεγαλύτερων συγκεντρώσεων. Ενώ παλιότερα αυτή ήταν τις ώρες κυκλοφοριακής αιχμής, τώρα ήταν οι βραδινές, μετά τις 8 μ.μ., όταν άναβαν τα καυσόξυλα.
Οι ερευνητές είδαν στις μετρήσεις τους τις συγκεντρώσεις των αερολυμάτων (διαμέτρου 1, 2,5, 10 μικρών ή ακόμα και νανοσωματιδίων) να επηρεάζονται άμεσα από δύο παράγοντες: τις καιρικές συνθήκες και τα μέτρα οικονομικής πολιτικής: Οταν ανέβαινε ο φόρος ή η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης, τότε το νέφος πύκνωνε.
Οταν δόθηκε το επίδομα θέρμανσης ή μειώθηκε η φορολογία, κι όταν αργότερα έπεσε η τιμή του αργού πετρελαίου, με αποτέλεσμα να φθηνύνει και το θέρμανσης, τότε έπαιρνε εμπρός μέρος των καλοριφέρ και οι συνθήκες κάπως βελτιώνονταν. Τον Δεκέμβριο του 2013 υπογράφτηκε με πρωτοβουλία του υπουργείου Υγείας Κοινή Υπουργική Απόφαση σχετική με τα «Βραχυπρόθεσμα σχέδια δράσης για την αντιμετώπιση ατμοσφαιρικής ρύπανσης από αιωρούμενα σωματίδια», που όπως σημειώνει ο κ. Σαρηγιάννης, «διαμόρφωσε ένα πλαίσιο ενημέρωσης του κοινού και κλιμακωτής αντιμετώπισης έκτακτων επεισοδίων ρύπανσης».
Στα νοσοκομεία
Το πρόβλημα όμως παρέμεινε. «Συνολικά, τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός είναι εκτεθειμένος σε μέσες συγκεντρώσεις άνω των 70 μg/m3 τους χειμερινούς μήνες, όταν ο ευρωπαϊκός στόχος λέει να μην υπερβαίνουν οι συγκεντρώσεις τα 50 μg/m3 για περισσότερες από 35 ημέρες το έτος», τονίζει ο κ. Σαρηγιάννης. «Η μακρόχρονη αυτή έκθεση έχει ήδη και θα έχει και στο μέλλον ακόμα μεγαλύτερες συνέπειες στη δημόσια υγεία. Ηδη καταγράφονται αυξημένες επισκέψεις στα νοσοκομεία λόγω αυξημένου νέφους για περιστατικά αναπνευστικά, αλλεργικού άσθματος, χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας. Πρώτα πλήττονται οι πιο ευάλωτοι, αλλά η απειλή δεν σταματά εκεί». Οι ερευνητές μελέτησαν και την τοξικότητα των αιωρούμενων σωματιδίων, τα οποία συχνά εμπεριέχουν επικίνδυνες χημικές ενώσεις, μέταλλα κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι οι συνέπειες στην υγεία να μην περιορίζονται μόνο στις καρκινογενέσεις, αλλά και στα καρδιοαγγειακά προβλήματα, στα νευροαναπτυξιακά και άλλα.
Σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Εργαστηρίου, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science of the Total Environment, οι μεγάλες συγκεντρώσεις αερολυμάτων τους χειμερινούς μήνες, λόγω καύσης βιομάζας, προκαλούν περίπου 200 επιπλέον θανάτους το έτος στον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης (περίπου 900.000 κάτοικοι), ενώ το οικονομικό κόστος της επιβάρυνσης της δημόσιας υγείας έχει ως μέση τιμή τα 200 εκατομμύρια ευρώ (με ελάχιστη τα 30-40 εκατ. ευρώ). «Για να εκτιμηθούν οι σχετικές επιπτώσεις στην υγεία λόγω της έκθεσης στα αερολύματα, χρησιμοποιήθηκαν οι ευρέως καθιερωμένες επιδημιολογικές σχέσεις συγκεντρώσεων ρύπων - επιπτώσεων στην υγεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας», σημειώνει ο κ. Σαρηγιάννης. Μάλιστα, οι συνέπειες, όπως καταγράφηκε, είναι πιο βαριές στις φτωχότερες συνοικίες της Θεσσαλονίκης, που γίνεται πιο εκτεταμένη χρήση βιομάζας για θέρμανση.
«Και μόνο με αυτά τα στοιχεία θα έπρεπε να αλλάξει πλήρως η πολιτική για τη θέρμανση στην Ελλάδα, στην οποία έχουν καταλήξει οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί», τονίζει ο κ. Σαρηγιάννης. «Πολύ περισσότερο όταν λάβουμε υπόψη και το ανυπολόγιστο κόστος της χαμένης ποιότητας ζωής», συμπληρώνει.
Φέτος οι συγκεντρώσεις σωματιδίων στη Θεσσαλονίκη είναι σχετικά χαμηλές ακόμη, αλλά συνεχίζουν να παρατηρούνται συχνά υπερβάσεις των ορίων όταν οι χαμηλές θερμοκρασίες συνδυάζονται με άπνοια και θερμοκρασιακή αναστροφή.
www.kathimerini.gr