Μελισσοκόμος Νικήτης
|
Τον κώδωνα του κινδύνου για τη μελισσοκομία στη Θάσο και την ευρύτερη περιοχή κρούει ο καθηγητής του ΑΠΘ Α. Θρασυβούλου, εξαιτίας της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές
«Η μεταλλευτική δραστηριότητα στη Χαλκιδική σηματοδοτεί το τέλος της μελισσοκομίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας», είπε σε ενημερωτική εκδήλωση στη Θάσο ο καθηγητής
Μελισσοκομίας του ΑΠΘ, Ανδρέας Θρασυβούλου. Οπως είπε, υπολογίζεται ότι το 65% της ετήσιας παραγωγής μελιού στην Ελλάδα παράγεται από τα πευκοδάση, ενώ η Χαλκιδική και η Θάσος είναι οι κυριότερες μελισσοκομικές περιοχές της χώρας μας για την παραγωγή πευκόμελου.
Σκόνη
Σύμφωνα με τον Α. Θρασυβούλου, οι τεράστιες ποσότητες σκόνης επιβαρημένης με βαρέα μέταλλα, η οποία ανέρχεται στους 3.116 τόνους για κάθε ώρα λειτουργίας των μεταλλείων, μετακινούμενες με τον άνεμο, θα επικάθονται σε έδαφος, νερό, φυτά και στις μελιτώδεις εκκρίσεις της πεύκης και της δρυός, δημιουργώντας έτσι ένα ιδιαίτερα αρνητικό και συνάμα τοξικό περιβάλλον για τη διατροφή και την επιβίωση των μελισσών. Η επιβαρημένη σκόνη μπορεί να μεταφερθεί σε τεράστιες αποστάσεις, δημιουργώντας περιοχές και ζώνες απαγορευτικές για τις μέλισσες.
«Κλασικές μελισσοκομικές περιοχές, όπως είναι η Κασσάνδρα, η Σιθωνία, ο Αθως, ακόμη και η Θάσος, κινδυνεύουν να χαθούν οριστικά», είπε ο Α. Θρασυβούλου. Κι έφερε ως παράδειγμα μεταφοράς σκόνης από μεγάλες αποστάσεις, με αρνητικές επιδράσεις στη μελισσοκομία, την κάλυψη των μελισσοκομικών φυτών της Κύπρου από σκόνη η οποία μεταφέρεται από την Αφρική. Υπογράμμισε ότι τα βαρέα μέταλλα που επικάθονται με τη σκόνη στα φυτά συσσωρεύονται στους ιστούς, το νέκταρ και τη γύρη.
Οι μέλισσες συλλέγουν και μεταφέρουν το επιβαρημένο νέκταρ και τη γύρη στην κυψέλη, με αποτέλεσμα να ρυπαίνονται όλα τα προϊόντα τους, να μειώνεται ο πληθυσμός και, τέλος, να χάνεται ολόκληρο το μελίσσι. «Οι ζημιές στον κλάδο της μελισσοκομίας θα είναι ανεπανόρθωτες, σε βαθμό που η εξάσκηση της μελισσοκομίας όχι μόνο στη Χαλκιδική αλλά και σε αρκετές άλλες περιοχές της χώρας θα είναι αδύνατη», είπε ο Α. Θρασυβούλου.
Ο καθηγητής της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ και διευθυντής του Εργαστηρίου Εδαφολογίας του πανεπιστημίου, Κυριάκος Π. Παναγιωτόπουλος, επισήμανε ότι η σχεδιαζόμενη επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη ΒΑ Χαλκιδική θα προκαλέσει πολύ σοβαρές και μη αναστρέψιμες συνέπειες στο γενικότερο περιβάλλον της περιοχής. Οπως είπε, ιδιαίτερα αρνητικές δράσεις θα υπάρξουν στην ποιότητα των εδαφών, των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, στην ανάπτυξη και τις αποδόσεις των καλλιεργούμενων φυτών, ενώ θα είναι μάλλον αδύνατη η εκτροφή αγροτικών ζώων. «Κατά συνέπεια, θα επηρεαστεί αρνητικά η δυνατότητα ενασχόλησης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής με γεωργοκτηνοτροφικές και συναφείς δραστηριότητες, αλλά και η δυνατότητα παραμονής και επιβίωσής τους στον τόπο καταγωγής τους», είπε ο Κ.Π. Παναγιωτόπουλος.
Εμπλοκή
Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι στο ΙΓΜΕ επισημαίνουν ότι η μόνη εμπλοκή του ΙΓΜΕ στο θέμα της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές περιορίστηκε στην υδρογεωλογική έρευνα, από την οποία, όπως επισημαίνουν, προκύπτει ότι το υδατικό ισοζύγιο της περιοχής γύρω από την εκμετάλλευση θα διαταραχθεί με τον υποβιβασμό της στάθμης των υπόγειων νερών κατά εκατοντάδες μέτρα προκειμένου να λειτουργήσει το μεταλλείο.
Σε συνέντευξη Τύπου που έδωσαν, υπογράμμισαν ότι «ενώ στην περίπτωση της "TVX" είχε κληθεί το ΙΓΜΕ να γνωματεύσει για το όλο επενδυτικό σχήμα, δεν συνέβη το ίδιο και στην περίπτωση των Σκουριών». Χαρακτήρισαν «οικονομικό σκάνδαλο» το αντίτιμο της μεταβίβασης των Μεταλλείων Κασσάνδρας στην «Ελληνικός Χρυσός» το 2003, κάτι που, όπως είπαν, «αναγνωρίστηκε ακόμα και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», σύμφωνα με την οποία «το ελληνικό Δημόσιο υπέστη ζημιά από αυτή την αγοραπωλησία». Τόνισαν επίσης ότι ακόμη και η φινλανδική εταιρεία «Outotec», που εφηύρε τη μέθοδο «ακαριαίας τήξης», η οποία θα εφαρμοστεί στις Σκουριές, απαριθμεί μια σειρά από σοβαρές αβεβαιότητες για τη βιομηχανική εφαρμογή της μεθόδου στα συγκεκριμένα συμπυκνώματα των Μεταλλείων Κασσάνδρας.
www.enet.gr/
* φωτο απο το αρχείο του Γιάννη Κανατά
* φωτο απο το αρχείο του Γιάννη Κανατά