«Για μένα ήταν σημαντικό να πω στον ελληνικό λαό ότι, με αυτό το δημοψήφισμα κινδύνευε η θέση της χώρας στο ευρώ – αλλά τελικά το δημοψήφισμα αφορούσε λιγότερο το ρόλο της Ελλάδας στην ΕΕ και περισσότερο το ρόλο του κυρίου Τσίπρα στην Ελλάδα.Ήθελε νέα εντολή και την έλαβε. Πολύ σύντομα συμφώνησε, μέσα από τις διαπραγματεύσεις, σε έναν δρόμο που δεν ήταν ανάλογος με αυτόν που προπαγάνδιζε στην προεκλογική εκστρατεία για το δημοψήφισμα. Αυτό δεν ήταν όμως η δική μου ανησυχία, αλλά του κ. Τσίπρα» (J.C. Juncker, Deutsche Welle).
Όταν μία ενέργεια είναι τόσο εμφανής, τα λόγια είναι περιττά – αφού δεν συμβάλλουν σε τίποτα, όσον αφορά την ερμηνεία της. Υπενθυμίζουμε λοιπόν απλά μέρος από ένα προηγούμενο κείμενο που αναφέρεται στο αριστερό πραξικόπημα – σύμφωνα με το οποίο τα εξής:
Η αριστερή κυβέρνηση έχει αναδειχθεί στο όπλο αιχμής του πρωτόγνωρου διπλού πειράματος/εγκλήματος που διενεργείται στην Ελλάδα – με το οποίο
(α) αφενός μεν επιβάλλεται πραξικοπηματικά ο άκρατοςνεοφιλελευθερισμός, με την ιδιωτικοποίηση των πάντων –καθώς επίσης με την πλήρη αδιαφορία όσον αφορά το εθνικό σύνταγμα και τη διεθνή νομιμότητα των δανειακών συμβάσεων/μνημονίων
(β) αφετέρου υποδουλώνεται οικονομικά μία χώρα, χωρίς καμία απολύτως αντίσταση εκ μέρους των κατοίκων της – οι οποίοι έχουν προδοθεί βίαια από τις επιλογές τους και έχουν αποπροσανατολισθεί εντελώς, ενώ έχουν πεισθεί πλέον ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, εκτός από το Γολγοθά (μαρτυρική ανάβαση και σταύρωση).
Το πραξικόπημα της αριστεράς είναι επί πλέον μητροκτόνο, επειδή δεν αφορά μόνο την ελληνική αριστερά αλλά, επίσης, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια – ενώ δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί αναίμακτα από κανένα άλλο κόμμα.
Ο «άθλος» αυτός έγινε εφικτός, εν πρώτοις με τη δολοφονία της τελευταίας ελπίδας των Ελλήνων από μία κατ’ επίφαση ηθική πολιτική παράταξη. Στη συνέχεια από την ντροπιαστική συνθηκολόγηση της τονπερυσινό Ιούλιο – όπου κυριολεκτικά ξεπούλησε την πατρίδα της για τριάντα αργύρια. Για ένα δάνειο της τάξης των 86 δις €, συν τη διατήρηση της στην (τυπική) εξουσία, έναντι του οποίου παραχώρησε το σύνολο της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας της Ελλάδας στις ξένες δυνάμεις κατοχής.
Στα πλαίσια αυτά, το να αναφέρεται κανείς ακόμη στη δυνατότητα εκπόνησης ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, όταν δεν θα ανήκει τίποτα πια στην Ελλάδα (οπότε δεν θα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κράτος, αλλά ως μία γεωγραφική περιοχή), είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, εάν όχι πλήρης ανοησία – αφού είναι προφανώς αδύνατος ο σχεδιασμός χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς οικονομικά μέσα, καθώς επίσης χωρίς τίποτα απολύτως από τα υπόλοιπα που απαιτούνται για την εφαρμογή του (αισιοδοξία κοκ.).
Ανάπτυξη βέβαια θα υπάρξει, μετά τη θεσμοθέτηση της υφαρπαγής των περιουσιακών στοιχείων της χώρας – αλλά όχι για τους Έλληνες, οι οποίοι απλά θα δουλεύουν σαν σκλάβοι των δυνάμεων κατοχής στο ίδιο τους το κράτος, με μισθούς πείνας, καθώς επίσης με ένα υποτυπώδες κράτος προνοίας.
Υπάρχει ελπίδα να αλλάξει κάτι; αναρωτιέται εύλογα κανείς. Πολλές, θα απαντούσαμε – καμία όμως όσο σιωπούν τα πρόβατα, όπως τεκμηριώνεται από την εξέγερση των Γάλλων (άρθρο).