Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να βγούμε
ξανά στις αγορές. Για την ακρίβεια χρειάστηκαν τρία χρόνια για να
μπορέσουμε να ανταλλάξουμε μία παλιά – και «στημένη» όπως τη χαρακτήριζε
τότε ο κ. Τσίπρας – έκδοση με μία νέα.
Τι άλλο έλεγε ο κ. Τσίπρας το 2014; Ότι η
έξοδος θα πρέπει να γίνει μετά την ελάφρυνση του χρέους για να
βελτιωθεί το κόστος δανεισμού... ότι η έξοδος ήταν στημένη και όχι
πραγματική... ότι η
κυβέρνηση Σαμαρά θα δανειζόταν ένα μικρό ποσό γύρω
στα 5 δισ. ευρώ με 5ετές ομόλογο... ότι η έξοδος είχε να κάνει με την
διευκόλυνση του success story. Προφανώς σήμερα δεν ισχύει τίποτα από όλα
αυτά. Για να μην πούμε ότι χαρακτήριζε το πλεόνασμα ως το «μέτρο της
δυστυχίας και του πόνου που έχει υποστεί ο ελληνικός λαός», αλλά αυτή
είναι μία άλλη συζήτηση.
Ας επανέλθουμε στα της έκδοσης.
Κερδίσαμε κάτι από το επιτόκιο; Η απάντηση είναι τίποτα, καθώς η
συγκεκριμένη έκδοση έγινε απλά και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους.
Καταφέραμε να εξασφαλίσουμε ένα επιτόκιο της τάξης του 4,625%, ελαφρώς χαμηλότερο δηλαδή από αυτό που μας έδιναν πριν από τρία χρόνια (4,95%). Κι όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Καταφέραμε να εξασφαλίσουμε ένα επιτόκιο της τάξης του 4,625%, ελαφρώς χαμηλότερο δηλαδή από αυτό που μας έδιναν πριν από τρία χρόνια (4,95%). Κι όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Διότι το δημόσιο για να πείσει τους
επενδυτές να ανταλλάξουν το προηγούμενο 5ετές με νέο, τους πρόσφερε ένα
«γλυκαντικό», ένα premium. Αγόρασε τους τίτλους στο 102,6 της
ονομαστικής αξίας, επιδοτώντας στην ουσία το νέο επιτόκιο. Αν προστεθεί
το premium στο 4,625%, τότε το πραγματικό επιτόκιο διαμορφώνεται
περίπου στο 4,95%, όσο δηλαδή είχε δανειστεί η Ελλάδα το 2014. Επίσης, η
έκδοση έγινε σε υψηλότερο επίπεδο spread, που σύμφωνα με τους ειδικούς
είναι αυτό που μετράει στη σύγκριση του 2014 με το 2017.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι χάσαμε τρία
χρόνια για να δανειστούμε με ίδια επιτόκια, τα οποία είναι πολύ
υψηλότερα σε σύγκριση με άλλων χωρών που πέρασαν από μνημόνια όπως η
Πορτογαλία και η Κύπρος. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, αποφάσισε η
κυβέρνηση να κάνει την αρχή για να μας απελευθερώσει από τους δανειστές
που μας ληστεύουν με... τοκογλυφικά επιτόκια τα οποία δεν ξεπερνούν κατά
μέσο όρο το 1,5%.
Βέβαια, η κυβέρνηση συνεχίζει την
τακτική του «οι δανειστές μας βάζουν σκληρούς όρους και παίρνουμε μέτρα
που δεν θέλουμε». Λες και πιστεύει κανείς ότι μετά το καλοκαίρι του 2018
η Ελλάδα δεν θα βρίσκεται σε στενή εποπτεία για πολλά χρόνια ακόμα,
αλλά θα μοιράζει λεφτά. Όπως πολύ εύστοχα είπε ο γνωστός
οικονομολόγος Daniel Gros, σε πρόσφατη συνέντευξη στο Liberal, «η Ελλάδα
πρέπει να παράγει και να εξάγει, αλλιώς το μόνο που μπορεί να μοιράζει η
ελληνική κυβέρνηση είναι φτώχεια».
Τι μεσολάβησε αυτά τα τρία χρόνια;
Αρχικά, μεσολάβησε ένα νέο βάρος περίπου 100 δισ. ευρώ, όσο ήταν το
κόστος της διαπραγμάτευσης του α' εξαμήνου του 2015. Αυτό δεν το λέμε
εμείς, αλλά ο επικεφαλής του ESM, Klaus Regling. Κι αν κάποιοι δεν
συμφωνούν με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο, τα «λάφυρα» από εκείνη την
περίοδο συνεχίζουν μέχρι σήμερα να επηρεάζουν τη ζωή μας. Όπως
τα capital controls που δύσκολα θα... μας εγκαταλείψουν και οι φόροι, οι
εισφορές και συνολικά οι τεράστιες επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν ή έχει
συμφωνηθεί να επιβληθούν τα επόμενα χρόνια.
Η χώρα αυτά τα 3 χρόνια γύρισε πίσω,
πολύ πίσω. Το πραγματικό κόστος για την οικονομία είναι ανυπολόγιστο. Η
κοινωνία μπήκε πιο βαθιά στην κρίση και βίωσε καταστάσεις τις οποίες
δύσκολα θα ξεπεράσει, με αποτέλεσμα να έχει πλέον λιγότερες αντοχές. Σαν
τον πνιγμένο που την ώρα που προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια για να
πάρει ανάσα κάποιος τον τραβάει πάλι μέσα στο νερό. Και κάθε φορά που
συμβαίνει αυτό, ξεμένει από δυνάμεις και οι πιθανότητες επιβίωσης
λιγοστεύουν.
Αν, πάλι, προσπαθήσουμε να δούμε το θέμα
πιο αισιόδοξα, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το πρώτο βήμα για την
«κανονική» έξοδο της χώρας στις αγορές είναι η πρώτη ανάσα για να βγούμε
από την κρίση. Τότε, όμως, γιατί έπρεπε να περάσουμε αυτά τα τρία
χρόνια πλήρους οπισθοδρόμησης και δεν συνεχίσαμε από το αντίστοιχο
«πρώτο βήμα» που έγινε το 2014 από την κυβέρνηση Σαμαρά; Θα μπορούσαμε
σήμερα να ήμασταν κάπου αλλού; Ίσως! Καταφέραμε να κάνουμε κάτι
καλύτερο; Σίγουρα όχι!
Θα μπορούσαμε σήμερα να έχουμε καλύτερη
θέση στην ευρωπαϊκή κοινότητα και να μας αντιμετωπίζουν οι επενδυτές
όπως την Πορτογαλία ή την Κύπρο και όχι ως τον φτωχό συγγενή που
δανείζεται με τα υψηλότερα επιτόκια της αγοράς; Κανείς δεν ξέρει.
Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα τρία χρόνια
θα μπορούσαμε να κάνουμε πράγματα για να βελτιώσουμε τις συνθήκες στην
πραγματική οικονομία.
Αντίθετα, είδαμε χιλιάδες λουκέτα, απόγνωση και μιζέρια. Φόρους, νέους φόρους και πάλι φόρους. Η οικονομία δεν είναι επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά η καθημερινότητα, η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι θέσεις εργασίας. Γιατί, λοιπόν, δεν συνεχίσαμε στον ίδιο δρόμο, σε αυτόν που τελικά καταλήξαμε μετά από τρία χρόνια; Για ένα «ασαφές» σχέδιο σύγκρουσης ή προς χάριν της υλοποίησης του ονείρου μιας παρέας για την αναρρίχηση στην εξουσία;
Αντίθετα, είδαμε χιλιάδες λουκέτα, απόγνωση και μιζέρια. Φόρους, νέους φόρους και πάλι φόρους. Η οικονομία δεν είναι επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά η καθημερινότητα, η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι θέσεις εργασίας. Γιατί, λοιπόν, δεν συνεχίσαμε στον ίδιο δρόμο, σε αυτόν που τελικά καταλήξαμε μετά από τρία χρόνια; Για ένα «ασαφές» σχέδιο σύγκρουσης ή προς χάριν της υλοποίησης του ονείρου μιας παρέας για την αναρρίχηση στην εξουσία;
Ενδεικτική της παρωδίας που ζούμε είναι η
εικόνα που έχουν οι αναλυτές που έρχονται καθημερινά σε επαφή με
σοβαρούς ξένους επενδυτές. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι η έξοδος στις αγορές,
ακόμη και με αυτό το επιτόκιο και παρά το γεγονός ότι δεν δίνει τέλος
στην κρίση, είναι καλό νέο. Επειδή ενδέχεται να αναγκάσει την κυβέρνηση
να δείξει «πειθαρχία» τους επόμενους μήνες, σε ότι αφορά την πιστή
υλοποίηση του προγράμματος και την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, με
στόχο να δελεάσει περισσότερους επενδυτές και να ανοίξει το δρόμο για
την πραγματική έξοδο στις αγορές μετά το καλοκαίρι του 2018. Το θέμα
είναι τι λένε στο Μαξίμου για την πειθαρχία και την τρίτη αξιολόγηση...
Του Κωνσταντίνου Μαριόλη