Η Χαλκιδική μυρίζει θάνατο γράφει ο Γιάννης Παπαδημητρίου
Καρφώθηκε με το μηχανάκι του σε ένα πεύκο και πέθανε ακαριαία. Χθες βράδυ, γύρω στις έντεκα, ο Νικόλας Λεμονής,
ένα παλικάρι λίγο πάνω από τα είκοσι, με καταγωγή από το Παλιούρι Χαλκιδικής, πέταξε τη ζωή του στο δρόμο. Επιστρέφοντας πιωμένος
από ένα beach bar στην περιοχή του Ξενία, δεν κατόρθωσε να διανύσει τα δύο χιλιόμετρα για να φτάσει σπίτι του. Κάπου στη μέση της
διαδρομής, η προσπέραση που προσπάθησε να κάνει τον οδήγησε πάνω στο δέντρο. Το ουρλιαχτό του πατέρα του έσκισε τη νύχτα σαν
χαρτοπόλεμο. Όπως ο Αλ Πατσίνο στον «Νονό», είχε δεχτεί το ισχυρότερο χτύπημα της μοίρας. Πλέον, γνωρίζει ότι όση
ευτυχία κι
αν τον ποτίσουν τα άλλα τέσσερα παιδιά του, η ρίζα της καρδιάς του έχει καεί για πάντα.
Η πομπή που ξεκίνησε από το πατρικό του δε χωράει πλουμιστές περιγραφές. Το καπάκι μπροστά ανοιχτό, το πρόσωπο
του νεαρού παγωμένο. Ακούγονταν μόνο τα βήματα όσων ακολουθούσαν. Μια παρέλαση θανάτου, που περνούσε ανάμεσα από ανθισμένες
βουκαμβίλιες και έρημα σπίτια. Ο θάνατος προχωρούσε αγέρωχος. Στην εκκλησία του χωριού, προστέθηκαν κλάματα και λυγμοί. Πηγή
τους δεν ήταν μόνο ο πόνος, αλλά και οι τύψεις. Τύψεις γιατί όταν αντικρίζεις κάτι οριστικό, συνειδητοποιείς ότι δεν ήταν αναπόφευκτο.
Αν το καλοσκεφτείς, εκεί που στέκεσαι στο σκαλάκι με το μαύρο πουκάμισο και το χώμα μοιάζει με σύννεφο φτιαγμένο από κινούμενη
άμμο, εκεί καταλαβαίνεις ότι κάτι θα μπορούσες να είχες κάνει για να αποτρέψεις αυτό που εκ των υστέρων φαντάζει μοιραίο.
Προφανώς, η στιγμή δεν ενδείκνυται για περισπούδαστες αναλύσεις. Φυσικά, ούτε για καινούργιο ρεπορτάζ. Το πρόβλημα
είναι γνωστό, η κατάσταση ανεξέλεγκτη. Σε μια περιοχή περίπου τριάντα χιλιομέτρων στην Κασσάνδρα, δηλαδή από την Καλλιθέα
μέχρι το Παλιούρι, που στους δρόμους της κινούνται καθημερινά χιλιάδες τουρίστες, δεν υπάρχει ούτε ένας έλεγχος για αλκοτέστ.
Ούτε ένας! Για όλο αυτό τον κόσμο, διατίθεται μονάχα ένα ασθενοφόρο, του οποίου η βάση είναι στη Βάλτα, τουτέστιν πολύ μακριά
για να υπάρξει άμεση διακομιδή σε νοσοκομείο. Τα βράδια, υπάλληλοι και πελάτες των μπητς μπαρ κυκλοφορούν τύφλα στην άσφαλτο,
χωρίς να λογαριάζουν τις συνέπειες. Ναι, όμως ο θάνατος δε συγχωρεί.
Ακόμη και τώρα που γράφω, απαρηγόρητα ουρλιαχτά διαπερνούν τους τοίχους της μικρής μας γειτονιάς. Την τελευταία
πενταετία, ο θάνατος έγινε μόνιμος επισκέπτης της Κασσάνδρας. Καλλιθέα, Χανιώτη, Πολύχρονο, Πευκοχώρι και Παλιούρι κάθε καλοκαίρι
θρηνούν για τους λεβέντες τους. Δυστυχώς, τα δάκρυα και τα μοιρολόγια τους δεν φέρνουν τους νεκρούς πίσω. Ούτε ξεπλένουν τον
συμπαγή πόνο. Το χειρότερο; Δεν ενδιαφέρεται κανείς. Σε μια τόσο δα μικρή γη, πώς φιλοξενείς 500.000 τουρίστες χωρίς υποδομές;
Όχι, μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε για λαϊκισμό. Εννοείται, ότι την πρωταρχική ευθύνη του δυστυχήματος τη φέρει ο Νικόλας.
Ωστόσο, είναι τόσος πικρός ο ήχος που κάνει το χώμα όταν σκάει πάνω στο φέρετρο, που σε τρελαίνει.
Αλήθεια είναι. Η Κασσάνδρα έχει μάθει να ζει με τους νεκρούς της. Κι αυτή η γαμημένη συνήθεια, της αποδοχής του
θανάτου, έχει μετατρέψει τους κατοίκους της σε παθητικούς δέκτες. Όχι ρε σεις. Τον θάνατο τον πολεμάς, δεν παραδίνεσαι αμαχητί
γιατί ο γιος σου παίρνει μεροκάματο 30 ευρώ. Τα λεφτά της αρπαχτής δεν γεννούν νοικοκυρεμένες ζωές. Φτάνουν πια οι μικροαστικές
δικαιολογίες σας που τροφοδοτούν με ψυχές το χώμα. Ήρθε ο καιρός να κάνετε κάτι. Ξεκινώντας από το πεύκο του Νικόλα