α. Το πρωί, ντυμένοι όλοι με «τα καλά» τους, πηγαίνουν στην εκκλησία,
την κατάφωτη και καταστόλιστη, για ν’ ακούσουν τα «γράμματα» του Όρθρου: το διπλό κανόνα της γιορτής («βυθού ανεκάλυψε πυθμένα»
και τον ιαμβικό «στίβει θαλάσσης κυματούμενον σάλον»), τα γεμάτα φως τροπάρια των Αίνων («φως εκ φωτός έλαμψε τω κόσμω Χριστός
ο Θεός ημών») και το δοξαστικό («σήμερον ο Χριστός εν Ιορδάνη ήλθε βαπτισθήναι»), που πρώτα ψάλλεται «σε ύφος αποστόλου» στο
κέντρο της εκκλησίας (κάτω από τον κεντρικό πολυέλαιο), από τον πλέον καλλίφωνο ψάλτη, και στη συνέχεια από τον αριστερό ψάλτη
αργά και σε ήχο β΄.
Κατόπιν παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία και με το «δι’ ευχών» βγαίνουν από το ναό (χωρίς
αντίδωρο), προκειμένου να σχηματισθεί η πομπή για το Μ. Αγιασμό, που θα τελεστεί ή στη
βρύση του χωριού ή στη θάλασσα, όταν
το χωριό είναι παραλιακό.
β. 1. Στην Παλαιόχωρα σχηματιζόταν πομπή και πορευόταν
στο «Παλαιοπήγαδο», στη μεγάλη δεξαμενή με το γάργαρο νερό. «Η απόσταση αρκετά μεγάλη· οι λάσπες κολλούσαν, το κρύο περούνιασε, ο αέρας παραμάζευε. Το έθιμο όμως δεν καταργείτο, εκτός αν έριχνε πολύ βροχή2. Το χιόνι δεν το λογάριαζαν. Ο παπάς, οι ψάλτες και τα "ξιφτέρια" (εξαπτέρυγα) μπροστά και ο κόσμος ακολουθούσε». Στο «Παλιοπήγαδο», όταν έφταναν, τελούνταν ο Αγιασμός, που όλοι παρακολουθούσαν με κατάνυξη. «Τι θεαματικά που ήταν! Οι γυναίκες μ’ όλα τα στολίδια, οι άνδρες με το δικό τους γιορτινό ντύσιμο, τα παιδιά δίπλα στους γονείς, νόμιζες πως ήτο μία ανθοδέσμη γύρω από τον παπά, π’ άστραφταν τα ιερά του άμφια και που νόμιζες πως μιλούσε με το Θεό όταν ενατένιζε τα ουράνια, που άλλοτε ήλιαζαν, άλλοτε έριχναν χιόνι».
Μετά τον Αγιασμό η πομπή ανερχόταν στο παρεκκλήσι «άγιος Στυλιανός» κι εκεί προσκυνούσαν
την εικόνα της Βάπτισης, έπιναν Αγιασμό και έπαιρναν λειτουργιά απ’ του παπά το χέρι.
2. Στη Γαλάτιστα ο Αγιασμός γινόταν στην πλατεία, έξω από την εκκλησία του αγίου Δημητρίου, όπου υπήρχε μια
μεγάλη πηγή, σαν δεξαμενή· ο παπάς έριχνε το σταυρό στο νερό, ενώ ο κόσμος, που υπήρχε γύρω - γύρω, έριχνε πορτοκάλια και νομίσματα.
Τα παλικάρια του χωριού έπεφταν με τα ρούχα στην πηγή και προσπαθούσαν να πιάσουν το σταυρό. Αυτός που τον έβρισκε αποκτούσε
τιμή, θαυμασμό και δόξα. Μετά το πέρας της ακολουθίας άρχιζε η περιφορά των «Καμήλων» και ολοκληρωνόταν η γιορτή με γλέντι
στην πλατεία.
3. Στη Νικήτη, ( και εδώ απο το βιβλίο του Αγ. Μάντσιου) μετά τη Θεία Λειτουργία στο ναό του αγίου Νικήτα, σχηματίζεται πομπή «για να ρίξουν το σταυρό»,
παλιότερα στην «Παλιά τη Βρύση», τώρα πλέον στη θάλασσα. Της πομπής προηγείται το σήμαντρο, που ξυπνά και τον πιο ράθυμο και
τον προτρέπει να προσέλθει στη γιορτή της κατάδυσης του τιμίου σταυρού· ακολουθούν τα εξαπτέρυγα, η ελληνική σημαία, τα
λάβαρα και οι εικόνες: πρώτα της Βάπτισης του Χριστού, ύστερα «ο Χριστός», η εικόνα της Παναγίας, του αγίου Νικήτα, των Αναργύρων
Κοσμά και Δαμιανού κ.λ.π.· όλα επίσης τα σχολιαρόπαιδα κρατούσαν μικρές εικόνες που έπαιρναν από τα σπίτια τους· έπονται
οι ψάλτες, ο ιερέας, ο κοινοτάρχης, ο λαός. Τελετάρχης είναι πάντα κάποιος «έφορος» της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
Σ’ όλη τη διαδρομή ψάλλονται τροπάρια: αρχικά, τα ιδιόμελα του
Μ. Αγιασμού «φωνή Κυρίου επί των υδάτων βοά» και στη συνέχεια οι κανόνες της γιορτής: «βυθού ανεκάλυψε πυθμένα» και ο ιαμβικός
«στίβει θαλάσσης».
Η πομπή σταματά στην αποβάθρα. Εκεί σε ειδική εξέδρα τελείται η
ακολουθία του Μ.Αγιασμού: ο αναγνώστης με καθαρή και δυνατή φωνή διαβάζει τα αναγνώσματα (αποσπάσματα από τον «Ησαΐα»), ο
ψάλτης τον Απόστολο και ο ιερέας, μετά τα Ειρηνικά, τη μεγάλη ευχή: «Τριάς υπερούσιε, υπεράγαθε, υπέρθεε…» και αμέσως μετά
«ευλογεί τα ύδατα σταυροειδώς, βαπτίζει τον τίμιον Σταυρόν, όρθιον αυτόν κατάγων εν τω ύδατι και ανάγων, ψαλλομένου τρις
του απολυτικίου της εορτής».
Ακολούθως, ψάλλοντας το κοντάκιο «επεφάνης σήμερον τη οικουμένη» μεταβαίνει στον παρακείμενο
ναό των αγίων Θεοδώρων και «φωτίζει» την εκκλησία. Επιστρέφοντας σχηματίζεται μικρή πομπή: εξαπτέρυγα,
σημαία, λάβαρα, ψάλτες που ψάλλουν το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», και ο ιερέας που προχωρεί προς τη «Σκάλα». Όταν
φτάνει στο άκρο της «Σκάλας», δένει ο ιερέας στο σταυρό μια κόκκινη κορδέλα και τον ρίχνει στη θάλασσα. Οι νεαροί βουτηχτές,
που ώρα περίμεναν γυμνοί, βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν το σταυρό. Η τιμή ανήκει σ’ εκείνον που θα τον βρει και
θα τον παραδώσει στον παπά· η ευλογία όμως τους διαπερνά όλους. Βεβαίως, υπάρχει και το υλικό όφελος, αφού αποκτούν το δικαίωμα
να περιφέρουν στα σπίτια το σταυρό και να καρπώνονται τα φιλοδωρήματα των χωριανών.
Κατόπιν, όλοι θα πιουν Αγιασμό. Αυτός, ο Μέγας Αγιασμός των Φώτων, θεωρείται φάρμακο για
κάθε ασθένεια, σωματική και ψυχική. Κατά την παράδοση, δεν πρέπει να κρατείται (εκτός απ’ αυτόν που φυλάσσει ο ιερέας στο
άγιο Βήμα), αλλά να χύνεται την ίδια μέρα ακόμη, ο Αγιασμός πρέπει να έλθει στο σπίτι, για να πιουν όσοι
«δι’ ευλόγους αιτίας» δεν παραβρέθηκαν στην ακολουθία, καθώς και για να αγιαστεί κάθε περιουσιακό στοιχείο. Επίσης, σύμφωνα
με άλλη παράδοση, οι κοπέλες, που θα ρουφήξουν τα σταγονίδια, τα οποία εκτινάσσονται από το βασιλικό του ιερέα, θα καλοπαντρευτούν
και θα γεννήσουν αγόρια.
Αφού λάβουν όλοι και το αντίδωρο, ξανασχηματίζεται η πομπή, ολιγάνθρωπη αυτή τη φορά,
και επιστρέφει στην εκκλησία από άλλον τώρα δρόμο. Έτσι δημιουργείται κύκλος ευλογίας, που δεν μπορούν να σπάσουν οι δαίμονες
ολόκληρο το χρόνο.
4. Στην περιοχή της Ιεράς Μητροπόλεως Κασσανδρείας η πανηγυρική
τελετή του Μεγάλου Αγιασμού τελείται συνήθως στα Ν.Μουδανιά, από το 1931 και εντεύθεν. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Φωνή
της Χαλκιδικής» περιγράφει την τελετή της 6ης Ιανουαρίου 1931 ως εξής:
«Η πόλις μας εξύπνησε σήμερον λαμπροστολισμένη, μέσα εις πλημμύραν γαλανολεύκου χρώματος,
διά την τελετήν του Μ.Αγιασμού, ήτις θα ετελείτο εις το λιμάνι μας, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κασσανδρείας.
»Ο Πρόεδρος της Κοινότητος από χθες είχε φροντίσει να διακοσμηθεί ο ναός, η προ αυτού
πλατεία και η παραλιακή τοιαύτη, εκ παραλλήλου δε και οι πολίται εστόλισαν τα καταστήματα και τας οικίας των…
»Από πρωίας πλήθη κόσμου τόσον της πόλεώς μας, όσον και των γύρω συνοικισμών, συνέρρεον
εις την εκκλησίαν, ίνα καταλάβωσι μίαν θέσιν. Οι μη προκάμνοντες … έτρεχον να εξασφαλίσουν μία τοιαύτην εις την παραλιακήν
πλατείαν…
»Μετά την ψαλείσαν εις την εκκλησίαν θείαν λειτουργίαν, όλη εκείνη η ανθρωποπλημμύρα,
προηγουμένης της ιεράς πομπής, εξεκίνησε διά την παραλίαν.
»Άμα τη εκεί αφίξει, η μεν ιερά πομπή επιβιβάσθη του βενζινοπλοίου…, το δε πλήθος εστοιβάχθη
όπως - όπως επί του ναυλοχούντος στόλου λέμβων, ιστιοφόρων και βενζινοπλοίων.
»Εκεί δε μετά πάσης επισημότητος έγινεν η κατάδυσις του Τιμίου Σταυρού, ενώ η παρατεταγμένη
εις την παραλίαν αστυνομική Δύναμις απέδιδε τας τιμάς …».
γ. Στην Αρναία μετά τον Αγιασμό, η νοικοκυρά παίρνει τη στάμνα της, ρίχνει μέσα σιτάρι
και φασόλια και πηγαίνει στη βρύση. Εκεί, θα τη γεμίσει με το νεοαγιασμένο νερό και θα την ξεπλύνει με την ευχή:
«όπους τρέχ’ του νιρό, έτσ’ να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’ στου σπίτ’!».
δ. Παλιότερα την ημέρα των Φώτων γίνονταν καρναβάλια, που γύριζαν
στα σπίτια και μάζευαν δώρα. «Τότι μαυρίζ’ταν τα Φώτα κι γύρ’ζαν μι προυβιές κι μι δισάκια κι μάζιβαν κι ξιφάντουναν».
Να διακωμωδούσαν άραγε τους Καλικάντζαρους, όντας όμως σίγουροι πως βρίσκονται πια στον
άλλο κόσμο;
ε. Το φαγητό της ημέρας είναι η τηγανιά: κρέας χοιρινό, παστός
και προπαντός τα λαχταριστά λουκάνικα. Τόσες και τόσες μέρες περίμεναν να «φωτιστούν» και να «φύγ’ν οι καρκατζαλοί που
έχ’ν μέσα». Ε! λοιπόν, σήμερα έχουν την τιμητική τους στο γιορτινό τραπέζι.
ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Τελετουργικό σύμβολο της γιορτής ένα ομοίωμα Καμήλας· ένα κεφάλι Καμήλας, που ανοίγει
το στόμα και στηρίζεται σε καδρόνια, τα οποία είναι σκεπασμένα με ραμμένα σαϊσματα· Κάτω απ’ αυτά, έξι άνδρες με κουδούνια βαδίζουν με ρυθμό ή χορεύουν, κουνώντας τα κουδούνια,
και τραγουδούν:
’πόψε μας κλέψαν τη Μανιώ,
αμάν γκιουζέλ Μανιώ,
τρείς Τούρκοι Αρβανιτάδες,
αμάν γκιουζέλ Μανιώ.
Την πήραν και την πήγανε
σε τουρκομαχαλάδες.
- Πες μας, Μανιώ, ποιον αγαπάς
και ποιον θα πάρεις άντρα;
- Κάλλιο να δω το αίμα μου
στη γη να πλημμυρίσει,
παρά να δουν τα μάτια μου
Τούρκος να τα φιλήσει!
Η Καμήλα στολίζεται μετά τον Αγιασμό και περιφέρεται στο χωριό. Της Καμήλας προηγούνται
με τη συνοδεία οργάνων (κλαρίνων, ζουρνάδων, νταουλιών) οι «τζαμαλαροί» (φουστανελάδες, μασκοφορεμένοι
παλιότερα), που, κρατώντας το φλάμπουρο, χορεύουν και ξεσηκώνουν το χωριό, δίνοντας ξεχωριστό τόνο
ευθυμίας· έπεται ένα γαϊδουράκι φορτωμένο μ’ ένα βαρέλι κρασί και μια νταμιτζάνα ρακί και πανωσάμαρα ένα μεγάλο κοφίνι·
με τα ποτά κερνούν και στο κοφίνι μαζεύουν τις προσφορές (λουκάνικα, κρέας, τυρί κ.λ.π.) των συγχωριανών. Σήμερα βέβαια χρησιμοποιούνται
σύγχρονα μέσα (τρακτέρ) για όλα αυτά, ενώ το κυρίως γλέντι γίνεται στην πλατεία του χωριού.
Η γιορτή, κατά την προφορική παράδοση, δεν είναι παρά αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος.
Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ή στις αρχές του εικοστού ζούσε στο Αρδαμέρι (Γαλάτιστα)
μια όμορφη κοπέλα, η Μανιώ. «Η ομορφιά της ήταν ξακουστή, και στα γύρω χωριά κι ακόμη παραπέρα. Πραματευτάδες κι έμποροι και
μάστορες, που γύριζαν τον τόπο, είχανε να λένε.
»Η Μανιώ τα μάθαινε όλα αυτά και κοκκίνιζε τη μέρα μπροστά στους επισκέπτες που ερχότανε
να βρούνε τα γονικά της για δουλειές. Και το βράδυ, σαν έμενε κατάμονη στην κάμαρα, πέταγε τα ρούχα και έτσι ολόγυμνη στεκόταν
απέναντι στο γαλάζιο φεγγάρι που έμπαινε από το μικρό παραθύρι της.
»Κόσμος πολύς πέρναγε από το σπίτι της: έμποροι που προφασίζονταν πως θέλουν να πουλήσουν
πραμάτιες περίεργες, άλλοι που θεωρούσαν πως πρέπει να αγοράσει χρυσές κλωστές για τα κεντήματά της και οδοιπόροι που ακριβώς
μπροστά στο σπίτι της διψούσαν. Όλους αυτούς τους έβλεπε από το καφασωτό της αυλής το Μανιό και χαιρότανε γι’ αυτήν. Μα απ’
την άλλη πάλι λυπότανε, γιατί κανείς δεν ήταν όμορφος.
»Κι ακόμη έρχονταν προξενητάδες κι άλλες γυναίκες που θέλαν να της δώσουν βότανα και
φυλακτά να μη τη ματιάσουνε. Όποιος περνούσε από το χωριό, κατάντησε να περνά να δει - ή να προσπαθεί τουλάχιστο - το Μανιό.
Τέτοια ήταν η φήμη π’ απλώθηκε στον κάμπο!»
Τελικά βέβαια, και η πανέμορφη Μανιώ θα βρει τον καλό της, ένα όμορφο παλικάρι που το συνάντησε
κάποτε η κόρη και «έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, βουβαμένη. Ξέχασε να τρέξει, ξέχασε να κατεβάσει τα μάτια». Μέρα με τη μέρα ο έρωτάς τους φούντωνε.
Για κακή τους όμως τύχη έβαλε στο μάτι τη Μανιώ και ο αναιδής και αυθάδης γιος του τούρκου
Επίτροπου της περιοχής, ο οποίος παρά τις σοφές συμβουλές του πατέρα του, που δεν ήθελε μπλεξίματα με τους γκιαούρηδες, έκλεψε
την κόρη, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στο χωριό.
Όταν οι προσπάθειες των Ελλήνων να πάρουν πίσω το κορίτσι ναυάγησαν, το παλικάρι της Μανιώς
ανέλαβε δράση. Με την παρέα του ετοίμασε ένα γλέντι. Για να μπορέσουν δε να μπουν και στον τούρκικο οντά, χωρίς να τους μετρήσουν,
σκαρφίστηκαν και έφτιαξαν ένα ομοίωμα καμήλας, κάτω από το οποίο μπήκαν οι φίλοι του ερωτευμένου.
Ο χορός, τα τραγούδια και τα καμώματα των νεαρών έφεραν το αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι άνοιξαν τις πύλες κι άρχισαν να διασκεδάζουν
με τους Ρωμιούς. «Όταν όλοι οι Τούρκοι βρεθήκανε πάνω στις πλάκες να ροχαλίζουν», η παρέα βρήκε την κόρη, την έβαλε κάτω από
την «καμήλα» και στα γρήγορα εξαφανίστηκε. Μάλιστα για να μην προλάβουν οι Τούρκοι να την ξαναπάρουν, του άι - Γιαννιού τελέστηκε
και ο γάμος των δύο ερωτευμένων.
Εις ανάμνηση αυτού του γεγονότος τελείται το έθιμο. Μέχρι το 1930 στόλιζαν δύο Καμήλες, μια για κάθε μαχαλά, μια οι «Μαζωτάδες» (δυτικά) και την άλλη οι «Σκαλωτάδες»
(ανατολικά). Μια ακόμη γινόταν την Πρωτοχρονιά από μικρά παιδιά. Το βράδυ οι δύο Καμήλες συναντιούνταν
στο παζάρι, πάλευαν κι όποια νικούσε έντυνε την επόμενη το γαμπρό, ενώ η ηττημένη τη νύφη. Εννοείται πως ύστερα απ’ αυτά,
ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι.
Επειδή λοιπόν η κλεψιά της Μανιώς έγινε των Φώτων και τ’ άι-Γιαννιού ο γάμος, γι’ αυτό
η γιορτή της Καμήλας συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στις 7 Ιανουαρίου. Τ’ άι - Γιαννιού «γίνεται ο γάμος». Όλους τους ρόλους βέβαια τους αναλαμβάνουν άνδρες, όπως στο αρχαίο δράμα. Το γεγονός αυτό όμως
έδινε την ευχέρεια να γίνονται ευτράπελα νούμερα από τους πρωταγωνιστές που μεγάλωναν το κέφι. Κι αυτή η Καμήλα θα περιφερθεί στο χωριό, μόνο που τώρα τιμώμενο πρόσωπο είναι
πλέον η «νύφη»!
Το έθιμο ξεκινά από την παραμονή των Φώτων· μια ομάδα καλανδιστών, εκλέγει το «βασιλιά»
της, και όλοι μαζί πηγαίνουν στην εκκλησία του χωριού· εκεί ο «βασιλιάς» κάνει τρεις μετάνοιες μπροστά στην εικόνα του αγίου
Αθανασίου, αποζητώντας την ευχή του· αμέσως μετά χτυπά η καμπάνα και η ομάδα ξεκινά· περιφέρεται νυχτιάτικα τραγουδώντας
τα τοπικά κάλαντα, τα οποία καταλήγουν σε ευχές, ξεχωριστές για κάθε μέλος της οικογένειας:
Για τον παππά
Σήκου, παππά και δέσποτα, σήκου κι μη κοιμάσι,
σήκου να πας στην εκκλησιά, να ψάλεις, να διαβάσεις.
Για το αντρόγυνο
Ένας άρχοντας με την αρχόντισσα
στη σκάλα ανεβαίνουν,
κάθε σκαλί και ρώτημα,
κάθε σκαλί και λόγος.
Για το γιο
Ένας λεβέντης και ντελής, ένας με τα μαχαίρια,
με τα μαχαίρια περπατεί, τη χώρα φοβερίζει!
Για δώστ’ μ’ αυτήν που αγαπώ ή διώξ’τιμι κι μένα.
Για την κόρη
Προξενητάδες έρχονται επάνω από την Πόλη.
Ρωτούνε και ξαναρωτούν πού θα ’βρουν τέτοια κόρη,
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή, τέτοια μαυροματούσα!
Για την άλλη κόρη
Πολλά είπαμε σ’ αυτήν την κόρη,
ας πάμε και στην άλλη:
Γραμματικό την έδιναν και παππαδιά θα γίνει!
Για το σχολιαροπαίδι
Να! κι αυτό τ’ αστρούδι το μικρό,
που πηγαίνει στο σχολείο
και το δέρνει ο δάσκαλος
με τ’ν ασημένια βέργα.
Για το βρέφος
Κι αυτό τ’ αστρούδι το μικρό
που πηγαίνει με το φεγγάρι,
ας μι του χαρίζει ο Θεός
κι εγώ θα τον αξιώσω.
Για τη χήρα
Κάθισι, μπόζα, κάθισι σι πράσινο λιβάδι
κι απ’ του φλουρί δεν φαίνεσαι κι απ’ του μαργαριτάρι.
Για το σπίτι
Σ’ αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαρινουστρουμένα,
που κοσκινίζουν τα φλουριά κι διρμονίζουν τ’ άσπρα·
κι αυτά τα διρμονίσματα δώστε τα του βασιλιά μας·
κι εμείς καλώς σας ηύραμι, σαν τουν καλό του χρόνου!
Των Φώτων η ίδια ομάδα - ο «βασιλιάς» ντυμένος με τσομπάνικη κάπα (ταλαγάνι) και οι «Φωταράδες»,
η φρουρά του βασιλιά, ντυμένοι με τοπική ενδυμασία, κρατώντας μεγάλα ξύλινα σπαθιά, χορεύουν στην πλατεία του χωριού έναν
κυκλικό χορό· στο κέντρο του χορού είναι καρφωμένο ένα ξύλο, όπου είναι δεμένο ένα λουκάνικο. Το λουκάνικο φυλάει ένας φουστανελάς, κρατώντας ένα μεγάλο δεκανίκι.
Ο κόσμος γύρω προσπαθεί να σπάσει το χορό, για να πάρει το λουκάνικο, αλλά απωθείται από
τα ξύλινα σπαθιά της Ομάδας. Την Ομάδα βέβαια συντονίζει ο «βασιλιάς», που χορεύει, επιτηρώντας το χορό και προπαντός το
λουκάνικο.
Ο «βασιλιάς», συνήθως, κάνει φιγούρες με το σπαθί (το βάζει στην μασχάλη, το δαγκώνει, το
περνά ανάμεσα στα πόδια κ.λ.π.) και όλοι οι χορευτές ακολουθούν το ρυθμό, μιμούμενοι ενίοτε τον αρχηγό· όποιος ξεχνιέται,
δέχεται στην πλάτη το σπαθί του «βασιλιά».
Κάποιος επιτήδειος όμως κάποτε σπάζει πρώτος τον κλοιό και κλέβει το λουκάνικο, οπότε
η φρουρά μεν ντροπιασμένη καταθέτει τα σπαθιά, ο κόσμος δε, χαρούμενος για την ταπείνωση του σκληρού «βασιλιά», πιάνει το
χορό!
Και σ’ αυτό το έθιμο, που πιθανόν έχει τις ρίζες του στην τουρκοκρατία,
εμμέσως πλην σαφώς προβάλλεται η ευφυΐα του απλού Έλληνα, απόγονου του Οδυσσέα, ο οποίος για να επιβιώσει, αφενός μετέρχεται
κάθε μέσο και αφετέρου για να δείξει τον αδούλωτο χαρακτήρα του, δεν διστάζει να διακινδυνεύσει και τη ζωή του.
(και εδώ agios-prodromos.blogspot.gr)
Παρόμοιο έθιμο με κείνο του Παλαιόκαστρου τελούνταν στον Άγιο Πρόδρομο.
Να! πως περιγράφει το έθιμο ο Μ. Παπαθανασίου:
«Παραμονή των Φώτων. Προπολλού έχει νυχτώσει. Όπου να ’ναι θα βγουν οι "Φουταροί",
δηλ. ομάδες ανδρών, όχι παιδιών, για να πουν τα "Φώτα" και να πάρουν το φιλοδώρημά τους: κρέας χοιρινό, λουκάνικα και χρήματα.
Αυτά την επόμενη μέρα θα γίνουν, τα πρώτα, νόστιμος μεζές, τα δεύτερα, κρασί, και η σύνθεσή τους τρικούβερτο γλέντι. Σταματούν
στο πρώτο σπίτι κι όλοι μαζί τραγουδούν:
Σήμιρα τα Φώτα κι φουτισμός
κι χαρές μιγάλις στους ουρανούς.
Σήμιρα βαφτίζουν τουν ι-Χριστό,
μέσ’ τουν Ιουρδάνη τουν πουταμό.
Σήμιρα κυρά μας η Παναγιά
μι τα θυμιατήρια στα δάχτυλα.
Κι τουν Ιουρδάνη παρακαλεί,
για να ρίξει δρόσου κι λίβανου,
να καταπραγώσουν τα ύδατα,
για να γαληνέψουν οι θάλασσις.
Ακολουθούν στίχοι για:
την οικοδέσποινα
Σήκου κυρά μου κι άλλαξι
κι βάλι τα καλά σου.
Έβαλι τουν ήλιου πρόσουπου
κι του φιγγάρ’ αστήθι
κι του κουράκου του φτιρό
βάλι του καμπανουφρύδι.
την άγαμη κοπέλα
’Δω ’χουν κόρη για παντρειά
κόρη για ν’ αρραβουνιάσουν.
Κι προυξ’ν’τάδις έρχουντι
’που πάν’ απού την Πόλη.
Ρουτούσαν κι ξαναρουτούν,
πού να ’βρουν τέτοια κόρη,
τέτοια ψηλή, τέτοια λιγνή,
τέτοια μαυροματούσα,
π’ έχει του μάτι σαν ιλιά,
του φρύδι σαν γαϊτάνι,
του δόλιου του ματόφυλλου
σαν κρόσια ’που μαντήλι.
το σπουδάζοντα γιο
Γραμματικέ μου κι όμουρφι
κι ψάλτη κι αναγνώστη,
που κάθουσαν κι έγραφις,
τρία χρουνών αγάπη,
τρία χρουνών ’γαπητικιά
βουλιέσι να χουρίσει.
το βρέφος (αν υπάρχει)
Κι αυτό τ’ αστρούδι του μικρό,
που πάει μι του φιγγάρι,
να μι του χαρίζ’ ου θιός,
ν’ απλώσου να του πάρου,
να το ’χου Άγιον κι Σταυρόν,
στην ικκλησιά φανάρι.
τους κτηνοτρόφους
’Δω ’χουν χίλια πρόβατα
κι δυο χιλιάδις γίδια,
σαν του μιλίσσι πιρπατεί,
σαν του μιλίσσι βάζει (βουίζει),
σαν του μιλισσουβότανου,
τριγύρου στα μαντριά του.
και έπεται η επωδός:
Σ’ αυτό το σπίτι ’που ’ρταμι κ.λ.π.
»Η γιορτή κορυφωνόταν τ’ άι-Γιαννιού με δημόσιο χορό!
»Κάποια στιγμή, όλοι οι διασκεδάζοντες νέοι, σταματούσαν το χορό. Έτρεχαν κι άρπαζαν από
ένα ρόπαλο, το έβαζαν στο δεξιό ώμο, σαν όπλο, έμπαιναν σε φάλαγγα κατ’ άνδρα και με τους ρυθμικούς ήχους των μουσικών οργάνων
άρχιζαν, ο καθένας να περιστρέφεται κυκλικά και σε κυκλική γραμμή και να εκτελεί ρυθμικές κινήσεις με το ρόπαλο. Οι κινήσεις
γίνονταν ομοιόμορφες, γιατί μιμούνταν στην αλλαγή τον επικεφαλής αρχηγό. Νόμιζε κανείς ότι καταλαμβάνονταν από φρενίτιδα
και πολεμικό μένος… Ο ρυθμός των οργάνων γινόταν ταχύτερος, ταχύτερος ο ιδρώτας έτρεχε από τα μέτωπά τους, η αναπνοή τους
κοβόταν και στο μάξιμουμ εξεσφενδόνιζαν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας δαιμονισμένα».
Το τελικό αυτό σφύριγμα ήταν και το σύνθημα για τη λήξη των γιορτών του Δωδεκαήμερου.
|