powered by Agones.gr - livescore

Κυριακή

Κατερίνα Γώγου: Η οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων

Η Κατερίνα Γώγου, γυναίκα του Πολυγυρινού σκηνοθέτη Παύλου Τάσιου σαν χθες.  3 Οκτώβρη 1993 έσβησε από υπeρβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. O Τάσιος πέθανε στις 2 Οκτώβρη του 11 από καρκίνο
«Ντούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος. Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα Κροκανθρώπους αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος,
το νου σου, ε;». «Πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», της τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα έδειχνε να συμφωνεί: «Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά»... Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940. Έπειτα από περίπου 53 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της.
«Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε... άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος...» σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Ν. Κούνδουρο. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.). Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες «Το βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977) για την οποία κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου, 1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.

Η μεγάλη της αγάπη, όμως, ήταν η ποίηση. «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής" Μην κλειστό στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε.
Από το γλυκό κοριτσάκι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, η Κατερίνα Γώγου μετατρέπεται στην επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι' αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» όπως έλεγε η ίδια σε παλιότερη συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».

Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων». Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Συνελήφθη πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Στις 18/03/1991, έγραψε ένα γράμμα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», στο οποίο εξέφραζε την αλληλεγγύη της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή.
Όταν η 17Ν σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου δέχτηκε τα μεσάνυχτα την επίσκεψη δύο αστυνομικών, που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους σαν ύποπτη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε καταθέσει ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος και η αστυνομία κατέληξε σε κείνη, χωρίς να έχει αποδείξεις ή να μπορέσει εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει οποιεσδήποτε υποψίες. Οι σχέσεις της με τις αστυνομικές αρχές ουδέποτε υπήρξε καλή, το 1986 είχε κάνει μάλιστα και μήνυση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς. «Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.


Παύλος Τάσιος, ένας «ακτινογράφος» της ελληνικής κοινωνίας
Ξεκίνησε από το μελόδραμα στα μέσα της δεκαετίας του 1960 («Φτωχολογιά», 1965 - «Παράνομοι πόθοι», 1966 - «Αντίζηλοι», 1968) και σιγά –σιγά μετεξελίχθηκε σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς «εκπροσώπους» του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου των δυο επόμενων δεκαετιών.  Με ταινίες όπως το «Ναι μεν, αλλά…» (1972), το «Βαρύ πεπόνι» (1977),  η «Παραγγελιά» (1980) και το «Στίγμα» (1982) ο Παύλος Τάσιος αφουγκράστηκε την ελληνική κοινωνία της εποχής μέσα από ζητήματα που άπτονταν της καθημερινότητας. Απαιτητικός και αντισυμβατικός ως σκηνοθέτης (είχε ήδη δουλέψει ως βοηθός σε παραπάνω από 50 ταινίες) ο Τάσιος, που γεννήθηκε στον Πολύγυρο το 1942 και σπούδασε κινηματογράφο στην Σχολή Σταυράκου, δεν χάιδεψε ποτέ ούτε τα θέματα αλλά ούτε και το κοινό και παρότι σταμάτησε να κάνει ταινίες νωρίς, η καριέρα του στέφθηκε με αρκετές δάφνες.


Στο «Ναι μεν, αλλά» (βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1972) μέσα από την έρευνα ενός δημοσιογράφου μαθαίνουμε τα αίτια που οδήγησαν έναν άντρα (Φάνης Χηνάς) στον φόνο της ερωμένης του και στη συνέχεια στην άκρη μιας πολυκατοικίας όπου απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Το «Βαρύ πεπόνι» είναι το γλυκόπικρο οδοιπορικό ενός νεαρού επαρχιώτη (Μίμης Χρυσομάλλης) ο οποίος εγκαταλείπει το χωριό του και κατεβαίνει στην Αθήνα όπου δεν μπορεί να αποβάλλει την νοοτροπία του μικροϊδιοκτήτη χωριάτη. Ακόμα μια ταινία του Τάσιου που είχε «φεστιβαλική» απήχηση αποσπώντας πέντε βραβεία στο αντι- φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1977.
Η πιο γνωστή ταινία του Τάσιου παραμένει η «Παραγγελιά» και είναι τραγική ειρωνεία που μόλις πριν από λίγες μέρες, έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Κοεμτζής του οποίου την ιστορία αφηγείται το φιλμ.
Με το «Στίγμα» ο Τάσιος άγγιξε το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας ακτινογραφώντας τα ηθικά διλήμματα από τα οποία ένα νιόπαντρο ζευγάρι (Αντώνης Καφτεζόπουλος – Ολια Λαζαρίδου) θα περάσει μέχρι να αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του νεογέννητου παιδιού του το οποίο πάσχει από σύνδρομο Down (βραβείο ερμηνείας στη Λαζαρίδου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
H κινηματογραφική καριέρα του Παύλου Τάσιου έκλεισε απότομα το 1986, όταν παρουσίασε το «Νοκ Αουτ». Σε αυτήν την παράξενη ταινία, ένα ψυχόδραμα με κωμικούς τόνους, ο Τάσιος εξέταζε την προσπάθεια ενός άντρα (Κώστας Αρζόγλου) να βγάλει από το τέλμα τον απογοητευμένο από τη ζωή, ψυχικώς διαταραγμένο και με αυτοκαταστροφικές τάσεις φίλο του (Γιώργος Κιμούλης). Ακόμα μια ταινία που ξεχώρισε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποσπώντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, Α΄ ανδρικού ρόλου (Κιμούλης) και Β’ ανδρικού ρόλου (Φ. Χηνάς).
Τα τελευταία χρόνια ο Π. Τάσιος προσπαθούσε να υλοποιήσει ένα σχέδιο με θέμα τη ζωή της θρυλικής Ζωζώς Νταλμάς εστιασμένο στην σχέση της με τον Τούρκο ηγέτη Κεμάλ Ατατούρκ.  Αν και το σχέδιο είχε εγκριθεί από το πρόγραμμα Ορίζοντες του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, το εγχείρημα ποτέ δεν προχώρησε διότι όπως ο Τάσιος είχε πει στο «Βήμα» το 2009 ότι «για να γυριστεί μια τέτοια ταινία έτσι όπως πρέπει, χρειάζεται τεράστιο κοστολόγιο και διεθνής υποστήριξη.»
Ο Παύλος Τάσιος είχε παντρευτεί την ηθοποιό και ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, και έχει μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου ( έφυγε και αυτή τον Σεπτέμβρη του 2015)