powered by Agones.gr - livescore

Τρίτη

H ξαπλώστρα είναι σύμβολο, είναι ιδέα είναι βωμός.

Η ξαπλώστρα είναι ιδέα. Αλλη στην παραλία Τραχανοπλαγιάς κι άλλη στη Μύκονο αλλά ιδέα. Είναι βωμός. «Να γυρίσω να με βλέπει ο μουσάτος από τη δεξιά πλευρά, που ‘ναι η καλή μου κι έχω το τατού…»
1,95 επί 65 εκατοστά το πολύ. Τόσο χώρο πιάνει βαριά βαριά η κοινή καλοκαιρινή μας ονείρωξη. Από αλουμίνιο χωρίς νεύρα, με εσωτερική ράβδο ασφαλείας, πλαστικό ή υφασματένιο πανί, αντοχική και με πέντε
θέσεις για την πλάτη περιμένει η ξαπλώστρα απ’ τα τέλη της άνοιξης να σηκώσει κιλά, άραγμα,
ξεκούραση, αναψυχή, άγχη, απωθημένα, όλο το διακοπικό εγώ μας.
Οι ταπεινές πετσετούλες και οι ψάθες οδεύουν σιγά σιγά προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας, μια και οι αναπαυτικές ξαπλώστρες κατατρόπωσαν στον ανταγωνισμό του αράζειν. 
Οι πρώτες ελληνικές ξαπλωστρικές επιχειρήσεις εμφανίζονται αρχές του ογδόντα, αν και, για να βρούμε την αιτία του κακού, στην αρχαιότητα πρέπει ν’ ανατρέξουμε. 
Εκείνα τα ανάκλιντρα των συμποσίων των ενδόξων προγόνων αλλά και των Ρωμαίων αργότερα ξεκίνησαν το κακό. Αν σκεφτείς τα αρχαία ξηροκάρπια, τα αρχαία ποτά, τις χορεύτριες και τις εταίρες, μόνο η θάλασσα και τα ηχεία λείπουν, για ν’ ανοίξει το μπιτσόμπαρο –οκ, ρακέτες δεν έπαιζαν οι αρχαίοι.
Ο έχων την άπλα, έχει και την ξάπλα και ο διακοπικός οίστρος εντοπίζεται πια (ναι, η άθληση κι η περιπέτεια είναι στο αίμα μας) γύρω από την επί ώρες ξάπλα σε ξαπλώστρα. 
Λίγο πλιτς πλατς και μετά η γλώσσα του σώματος, αραχτού επί του ανακλίντρου, ομιλεί και όλα τα φανερώνει:

«Βαριέμαι τις οικογενειακές διακοπές αλλά πώς να της το πω;»
«Να γυρίσω να με βλέπει ο μουσάτος από τη δεξιά πλευρά, που ‘ναι η καλή μου κι έχω το τατού…»
«Κοτλέ το κωλί της και δε της φαινόταν»
«270 το δωμάτιο κι άλλα 250 τα υπόλοιπα, να δούμε πώς θα βγει ο μήνας»
«Αναπνέει εεε; Μόνο η μπίρα τον βάζει τον Βούδα στη θάλασσα: για κατούρημα»
«Selfie χωρίς να φαίνεται ο μπάρμπα Μπρίλιος στην πίσω ξαπλώστρα –πώς θα γίνει, γαμώτο;»
Και πάει λέγοντας…

Η ξαπλώστρα είναι ιδέα. Αλλη στην παραλία Τραχανοπλαγιάς κι άλλη στη Μύκονο αλλά ιδέα. 
Πλάι στην πισίνα, μετά από αδυσώπητα τσίπουρα, κάποιοι πιάσαν να τραγουδάνε αντάρτικα, πριν κανένα δεκαήμερο: Εμπρός της γης οι ξαπλωμένοι.
Η ξαπλώστρα είναι βωμός. Επ’ αυτής θυσιάστηκαν διακοποδάνεια, αιματηρές οικονομίες, χαρτζιλίκια και αποταμιεύσεις, γι’ αυτό και με σεβασμό και δέος την αναζητούμε. Ηδη υπάρχει εφαρμογή για κινητά με την οποία επιλέγεις παραλία, ημερομηνία, θέση ξαπλώστρας και προπληρώνεις με κάρτα—όχι, δυστυχώς δεν διαλέγεις d j.
Η ξαπλώστρα είναι σύμβολο και δείκτης οικονομικός. Φετίχ μιας θέασης της ζωής με ξάπλα και άπλα, η μόνη πιθανά αποδοτική επένδυση αυτή τη στιγμή στη χώρα, μια γρήγορη εμβληματοποίηση της ανάπτυξης, που και φέτος αλλού ξεκαλοκαιριάζει η ακατάδεχτη.

1,95 επί 65 εκατοστά: χώρος άσκησης του εθνικού σπορ, του ξάπλιγκ και μάλιστα κάτω από ομπρέλα, σε τόπο δροσερό, σε τόπο αναψύξεως (μπρρρ…)– οι διαστάσεις της ανθρώπινης ματαιότητας είναι περίπου ίδιες τελικά σε κάθε περίπτωση. Ανάσκελα ή μπρούμυτα, το ελληνικό καλοκαίρι ακόμη αντέχει και ξαπλώνει τα πάντα.
Στάθης ΠαχίδηςΣτάθης Παχίδης15 Αυγουστου 2016, 05:40