Είναι ο πλάτανος της κεντρικής πλατείας του χωριού Δάσος
ή δασική έκταση, είναι ο παλιός νερόμυλος και το υδραγωγείο - αρδευτικό δίκτυο του δασική έκταση, είναι το ασβεστοκάμινο δασική
έκταση, είναι το παλιό αλώνι δασική έκταση, είναι τα (τσαϊρια) βοσκοτόπια δασικές εκτάσεις, είναι οι μπαξέδες με τις καρυδιές
δασικές εκτάσεις, είναι το πάρκο της Αγίας Παρασκευής και το παλιό νεκροταφείο με τα αιωνόβια κυπαρίσσια του δασική έκταση,
και τέλος είναι το παραδοσιακό μαντρί με τα δένδρα που επίτηδες άφησαν οικτηνοτρόφοι να μεγαλώσουν για την προστασία των
ζώων,
δασική έκταση;
Στα ερωτήματα αυτά δεν απαντούν οι χάρτες του δασικού κτηματολογίου
που αναρτήθηκαν ήδη στην περιοχή μας. Η μάλλον όλα αυτά τα θεωρούν δάση ή δασικές εκτάσεις. Αφού λοιπόν εξαιρέθηκαν τα ρυμοτομικά
σχέδια και οι οικιστικές πυκνώσεις, έχουμε σύμφωνα με του αναρτημένους χάρτες δύο μόνον ειδών εκτάσεις τις Δασικές και τις
Αγροτικές ή άλλης μορφής, δύο γράμματα που με τους συνδυασμούς τους ΔΑ ή ΑΔ μας εξηγούν ποιάς μορφής ήταν οι εκτάσεις αυτές
παλαιότερα και ποιάς μορφής είναι σήμερα.
Με το απλοϊκό ερώτημα εάν είναι μια έκταση Δάσος ή όχι δημιουργείται
μια ψευδαίσθηση ότι δεν θίγεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς της έκτασης αυτής. Όμως αν λάβουμε υπόψη μας το τεκμήριο κυριότητος
του Δημοσίου στις δασικές εκτάσεις που δεν έχουν κατοχυρωθεί ως ιδιωτικά δάση, αμέσως κατανοούμε ότι ο τυχών χαρακτηρισμός
μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής έκτασης αμέσως αμφισβητεί και την κυριότητα επί αυτής της εκτάσεως . Ετσι γεννάται άμεσα
η ανάγκη για την υποβολή αντιρρήσεων ως προς τον χαρακτηρισμό των ιδιωτικών εκτάσεων ως δασών ή δασικών εκτάσεων από τους
ήδη ανηρτημένους χάρτες.
Για την πληρέστερη όμως νομική τεκμηρίωση των αντιρρήσεών
μας απέναντι στους πρόχειρους αυτούς χαρακτηρισμούς οι οποίοι υποτίθεται ότι δεν αφορούν το νομικό καθεστώς του ακινήτου,
θα πρέπει να γνωρίζουμε ορισμένα ιστορικά – νομικά στοιχεία τα οποία και είναι σκόπιμο να παραθέσουμε προκειμένου να αποδείξουμε
κατά την υποβολή των αντιρρήσεων ότι δεν πρόκειται για δάση ή δασικές εκτάσεις, αναφέροντας ότι οι εκτάσεις που περιγράφονται
ως δάση ή δασικές εκτάσεις δεν είχαν αυτή την μορφή στο παρελθόν αλλά ήταν πάντοτε ιδιωτικές εκτάσεις με ποικίλη χρησιμότητα.
Αφού λοιπόν το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται γενικά και
αόριστα ότι διαδεχόμενο το Τουρκικό Δημόσιο έγινε αυτό κύριο όσων εκτάσεων ήταν δάση ή δασικές εκτάσεις κατά την διαδοχή,
δηλαδή κατά το έτος 1913 για την περιοχή μας, υποχρεωτικά πρέπει να ανατρέξουμε στο δίκαιο που ίσχυε τότε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Για την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα η διαδοχή αυτή έγινε το 1829 και σύμφωνα με τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου
ποu τέθηκε σε ισχύ υπήρχε η δυνατότητα χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου μετά από συνεχή νομή τριάντα ετών. Στο σημείο
αυτό θέλω να σας επισημάνω ότι υπάρχει ήδη στην Νομολογία ο διαχωρισμός των περιοχών της Ελλάδος σε περιοχές «δορυάλωτες»
και μη ανάλογα με τον τρόπο που αυτές κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς. Στις περιοχές που δεν είχαν κατακτηθεί με τη βία των
όπλων, οι κάτοικοι εξακολούθησαν να κατέχουν και να νέμονται τις ιδιοκτησίες τους, σε αντίθεση με τις «δορυάλωτες» περιοχές
όπου όλη η γη πέρασε στην εξουσία του Σουλτάνου.
Ο καλύτερος ερευνητής για τα θέματα αυτά είναι ο Αντώνιος
Αντωνιάδης, Νομικός και Γενικός Επιθεωρητής του Υπουργείου Γεωργίας ο οποίος εξέδωσε το έτος 1984 το βιβλίο του «Η αγροτική
Ιδιοκτησία στην Ελλάδα (Αρχαία Ελληνική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή περίοδος, Φραγκοκρατία, Τουρκοκρατία, Νεότεροι χρόνοι)». Από το
βιβλίο αυτό μαθαίνουμε ότι έτος 1913 η γή δεν ανήκε στον Σουλτάνο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το 1839 είχαν γίνει μεταρρυθμίσεις
στην τότε ισχύουσα νομοθεσία που ονομάστηκαν Τανζιμάτ (μεταρρύθμιση). Ενας βασικός κανόνας της μεταρρύθμισης αυτής όριζε
ότι «έκαστος θέλει κατέχει τας ιδιοκτησίας αυτού και διαθέτει αυτάς εν πληρεστάτη ελευθερία χωρίς ουδείς εις τούτο να δύναται
να παρεμβάλλει πρόσκομα».
Το έτος 1856 ψηφίστηκε ο νόμος «περί γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274 ( τουρκικό ημερολόγιο). Στον νόμο αυτόν διαχωρίστηκαν
οι εκτάσεις σε διάφορες μορφές και ρυθμίστηκε το κληρονομικό δικαίωμα πάνω στα ακίνητα. Αμέσως δόθηκε η δυνατότητα σε Ελληνες
Χριστιανούς να αγοράσουν κτήματα (τσιφλίκια) είτε από ιδιώτες είτε από το Δημόσιο. Οι ιδιοκτησίες ονομάζονταν Μούλκ ενώ οι
Δημόσιες εκτάσεις Εραζί. Οι αγοραπωλησίες έπρεπε να γράφονται στα βιβλία της αυτοκρατορίας (Δεφτέρ Χανέ), εκτός τις μεταβιβάσεις
στα τσιφλίκια (αγροκτήματα), τα χειμαδιά, τα αλώνια, τις βοσκές, τα δάση που προορίζονταν για ξυλεία, τους κοινόχρηστους χώρους
των οικισμών και τις μοναστηριακές εκτάσεις. Υπήρχαν δηλαδή πολλές εκτάσεις που μεταβιβάζονταν χωρίς να εγγράφονται στα
βιβλία.
Εάν μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση στα αρχεία του Τουρκικού
Κράτους στο Κτηματολόγιο (Ντεφτέρ Χανέ) θα είχαμε πολλά στοιχεία για τις υπάρχουσες τότε ιδιοκτησίες.
Στον νόμο αυτόν «περί γαιών» περιέχεται και η διάταξη για
το περιβόητο δικαίωμα της διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) Δημοσίων εκτάσεων που δίνει την δυνατότητα σ’ αυτόν που έχει
καταστήσει καλλιεργήσιμη μια έκταση και την κατέχει για περισσότερα από δέκα (10) χρόνια να την εξουσιάζει συνεχώς.
Εδώ πρέπει να κατανοήσουμε ότι η «καλλιέργεια» κατά την
εποχή εκείνη γινόταν χειρονακτικά με υποτυπώδη μέσα και το όργωμα με την χρήση ζώων βοδιών ή μουλαριών.
Ετσι λοιπόν την εποχή που το Ελληνικό Δημόσιο διαδέχτηκε
το τουρκικό υπήρχαν εκτός από τις δημόσιες εκτάσεις, οι καθαρά ιδιωτικές (Μούλκ) αλλά και οι εκτάσεις που κατέχονταν με δικαίωμα
εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Αρα το ζητούμενο είναι ποια μορφή είχαν οι ιδιωτικές εκτάσεις το έτος 1913 και όχι το έτος 1945, την εποχή
των πρώτων αεροφωτογραφιών που θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν τραβήχτηκαν για την διαπίστωση της ύπαρξης των δασών και
των δασικών εκτάσεων αλλά για στρατιωτικούς σκοπούς και δεν εφαρμόζουν κατά την λήψη τους τους κανόνες της φωτογραμετρίας.
Επιπλέον θα πρέπει κατά την εξέταση των αεροφωτογραφιών του έτους 1945 να λάβουμε υπόψη μας το είδος που καλλιεργούνταν στον
κάθε τόπο αλλά και τον τρόπο που εφαρμόζονταν τότε για την κάθε καλλιέργεια, άλλη η καλλιέργεια της ελιάς άλλη του αμπελιού
άλλη του καλαμποκιού, των σιτηρών, των κηπευτικών κ.λ.π.
Το Σύνταγμά μας στο άρθρο 24 προστατεύει το φυσικό περιβάλλον,
όπως προστατεύει και την ιδιοκτησία στο άρθρο 17, ενώ στο άρθρο 20 προστατεύει το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών στην παροχή έννομης
προστασίας (χωρίς οικονομικές και άλλες προϋποθέσεις λέω εγώ) καθώς και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασής των πολιτών
πριν από κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων των πολιτών.
Στο σημείο αυτό θα ανατρέξουμε στον ορισμό του δάσους και
της δασικής έκτασης από το Σύνταγμα με ερμηνευτική δήλωση και από τον σχετικό νόμο 998/1979 και θα επισημάνουμε τις τρείς περιπτώσεις
που θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικά για τον χαρακτηρισμό αυτόν μιας έκτασης ως δάσος, α) της παραγωγής προϊόντων από τα
δασικά είδη, β) της διατήρησης της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και γ) της εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου στο
φυσικό περιβάλλον. Για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής υπάρχουν οι ίδιες προϋποθέσεις μόνο που εδώ η βλάστηση μπορεί
να είναι αραιή η και πενιχρή, αρκεί και η βλάστηση αυτή να μπορεί να εξυπηρετήσει μια ή και περισσότερες από τις λειτουργίες
αυτές. Σύμφωνα με την Νομολογία του Αρείου Πάγου κρίσιμο στοιχείο για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι
η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως ή οποία μαζί με την «εξαρκούσα επιφάνεια» εδάφους ως σύνολο
χλωρίδας και πανίδας προσδίδει την ιδιότητα του δασικού οικοσυστήματος.
Η ύπαρξη λοιπόν κάποιων φυτών που φαίνονται στις παλιές
αεροφωτογραφίες χωρίς κανείς να μπορεί να βεβαιώσει αν πρόκειται για δασικά είδη, δεν είναι ικανή και μόνη προϋπόθεση για
να προσδώσει στην έκταση τον χαρακτηρισμό του δάσους ή της δασικής έκτασης. Θα πρέπει το Ελληνικό δημόσιο να αποδείξει ότι
τα φυτά αυτά ήταν τέτοια και τόσα ώστε να πληρούν όλα μαζί έστω και μια από τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού ως δάσους ή
δασικής έκτασης.
Για την πληρέστερη από μέρους των πολιτών νομική τεκμηρίωση
των αντιρρήσεων τους σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων τους ως μη δασών ή μη δασικών εκτάσεων θα πρέπει οπωσδήποτε
να αναφερθούν τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την περιοχή και το ίδιο το ακίνητο που ανάγονται για την Χαλκιδική στο έτος
1913 στην διαδοχή του τουρκικού Δημοσίου από το Ελληνικό και επιπλέον θα πρέπει να αναφερθεί και η συνεχής νομή και κατοχή
των εκτάσεων και ο τρόπος και το είδος καλλιέργειας μέχρι και τις πρώτες αεροφωτογραφίες 1945 ασχέτως με την εικόνα που αυτές
παρουσιάζουν το 1945. Είναι πασίδηλο γεγονός ότι από το 1940 μέχρι το 1945 υπήρξε αντικειμενική αδυναμία για οποιαδήποτε καλλιέργεια
των εκτάσεων και η επέκταση των δασικών ειδών μέσα σε ιδιοκτησίες είτε αυτές ήταν χωράφια είτε άλλης μορφής ιδιωτικές εκτάσεις
π.χ.αλώνια ή μαντριά. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν στην ερμηνεία των αεροφωτογραφιών του 1945 η οποία θα πρέπει
οπωσδήποτε να συνοδεύεται και από σχετική έκθεση αυτοψίας του ερμηνευτή στην περιοχή του ακινήτου. Αντίθετα το Ελληνικό
Δημόσιο θα πρέπει να αποδείξει ότι η εικόνα αυτή όντως αποτελεί δάσος ή δασική έκταση και υπήρχε και το 1913 και ότι και τότε
πληρούσε τα κριτήρια της θεώρησής της ως δάσους.
Υπάρχουν ακόμη ορισμένες περιπτώσεις όπου το ίδιο το
Ελληνικό Δημόσιο έχει αποχαρακτηρίσει άμεσα εκτάσεις οι οποίες έπαψαν να είναι δημόσιες και δασικές. Για παράδειγμα σε αρκετές
περιοχές της Χαλκιδικής έχουν αναληφθεί με αποφάσεις της Διοίκησης δημόσιες εκτάσεις δασικές και μη από τις Διευθύνσεις
Γεωργίας- Εποικισμού και αφού χαρτογραφήθηκαν και εξαιρέθηκαν οι ιδιωτικές εκτάσεις που βρίσκονταν ανάμεσά τους στην συνέχεια
διανεμήθηκαν σε πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και τον Πόντο και σε ντόπιους ακτήμονες καλλιεργητές.
Τέλος θέλω να επισημάνω υπάρχουν νομικές πλημμέλειες στην
διαδικασία ανάρτησης των Δασικών χαρτών ιδίως στις περιοχές όπου ήδη έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του Εθνικού Κτηματολογίου
και έχουν εκδικασθεί και οι σχετικές Ενστάσεις κατά του Ελληνικού Δημοσίου,. Η υπόθεση αυτή ήδη έχει οδηγηθεί στην κρίση του
Συμβουλίου της Επικρατείας και αναμένεται σχετική απόφαση. Επιπλέον θα πρέπει να τονισθεί ότι με εντελώς αυθαίρετο τρόπο
και με απολύτως αντιεπιστημονικά κριτήρια, σε ότι αφορά την επιστήμη της Δασολογίας, αντιμετωπίζονται ορισμένες εκτάσεις
με τον χαρακτηρισμό ως Δασωθέντες αγροί επειδή υπάρχει αδυναμία εντατικής καλλιέργειας και επέκταση των δασικών φυτών
μέσα σε απολύτως καθαρές ιδιοκτησίες του 1945. Στην περίπτωση αυτή το δάσος είναι ο καταπατητής και κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί
ότι τα φυτά αυτά, συνήθως βάτα καλάμια και σχοίνα μπορούν να πληρούν τις τρείς προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για να χαρακτηρίσει
μια έκταση ως δάσος ή δασική έκταση δηλαδή παραγωγή προϊόντων διατήρηση ισορροπίας και εξυπηρέτηση των αναγκών διαβίωσης
των ανθρώπων, δεν δημιούργησαν δηλαδή τα φυτά στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα πλήρες οικοσύστημα με χλωρίδα και πανίδα τέτοια
που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους ως δάσος ή δασική έκταση.
Σαν υστερόγραφο σας αναφέρω ότι δυστυχώς στην περιοχή μας
υπάρχουν παραλήψεις των Δασικών υπηρεσιών στην ενημέρωση των χαρτών για υπάρχουσες πράξεις χαρακτηρισμού, για εκδόσεις
νομίμων οικοδομικών αδειών αλλά και άρνηση συμμόρφωσης των Δασαρχείων με Δικαστικές αποφάσεις, με πράξεις αναδασμών αλλά
και με διατάξεις νόμων όπως είναι η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 16 του Νόμου 3208/2003 που αφορά του αποτερματισθέντες αγρούς του
Πανεπιστημιακού δάσους Ταξιάρχη σύμφωνα με την οποία οι αποτερματισθέντες αγροί του Ταξιάρχη Χαλκιδικής δεν χάνουν τον
χαρακτηρισμό τους ως αγροτικές εκτάσεις και όμως θα πρέπει και σε αυτές τις περιπτώσεις να υποβληθούν αντιρρήσεις με πρωτοβουλία
και δαπάνες των πολιτών.
Πολύγυρος Χαλκιδική
Νίκος Βασιλάκης
Δικηγόρος
15 Μαρτίου 2017