Ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος -τον οποίο οι συνάδελφοί του αποκαλούσαν «ψιλικατζή» - για να βαθμολογήσει μάθημα με «8» ζητούσε 300 ευρώ και για το «6» ζητούσε 250 ευρώ.Σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο ο φοιτητής που ήθελε να βαθμολογηθεί με «6» θα έβαζε στο φακελάκι 250 ευρώ, όποιος ήθελε «7» θα έβαζε 280 ευρώ, για βαθμό «8» 300 ευρώ, για «9» το ποσό των 350 ευρώ και για «10», 400 ευρώ.Ο καθηγητής ρωτούσε τους φοιτητές τι βαθμό ήθελαν και σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο ζητούσε το
ανάλογο ποσό, μέσω συνεργάτη του, ενώ δεν σήκωνε «παζάρια» όταν οι φοιτητές του έλεγαν ότι δεν έχουν χρήματα και απαιτούσε απαρέγκλιτα το ποσό που είχε καθορίσει στον τιμοκατάλογο, αν φυσικά ήθελαν να περάσουν το μάθημα.
Μετά από αυτά απολύθηκε οριστικά από το Πανεπιστήμιο, καταδικάστηκε ο ίδιος και ο συνεργάτης του, ο οποίος εμφανιζόταν ως βοηθός, και τώρα ζητεί από την Δικαιοσύνη να ακυρώσει την απόλυσή του, ως παράνομη, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι έχει υποστεί οικονομική καταστροφή και δεν μπορεί να ζήσει την οικογένεια του.
Από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης ο καθηγητής έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για παθητική δωροδοκία κατ΄ εξακολούθηση και η ποινή επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο, ενώ ο συνεργός διαμεσολαβητής του καθηγητή καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους για άμεση συνέργεια σε παθητική δωροδοκία κατ΄ εξακολούθηση.
Όμως, ο Πανεπιστημιακός καθηγητής έχει προσφύγει και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης.
Στον αναπληρωτή καθηγητή ανατέθηκε η εξέταση μαθήματος άλλου καθηγητή, ο οποίος νοσηλευόταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Οι εξετάσεις ήταν γραπτές.
Πολλοί φοιτητές, μετά τη διενέργεια των εξετάσεων, εν όψει του γεγονότος ότι τα θέματα των εξετάσεων κρίθηκαν δύσκολα, σε συνδυασμό με τη φήμη που διέρρεε μεταξύ των φοιτητών, ότι ο εν λόγω καθηγητής είχε την πρόθεση να διευκολύνει τους φοιτητές ώστε να περάσουν το μάθημα, επισκέφθηκαν τον καθηγητή στο γραφείο του.
Μεταξύ των φοιτητών ήταν και οι δύο φοιτήτριες, οι οποίες όμως τον επισκέφθηκαν στο γραφείο μεμονωμένα. Μάλιστα, μία από τις δύο αυτές φοιτήτριες, τελικά αποκάλυψε το «έργο» του καθηγητή.
Για τους περισσότερους φοιτητές, όπως και για τις δύο φοιτήτριες, ήταν το τελευταίο μάθημα για την ολοκλήρωση των σπουδών τους και τη λήψη του πτυχίου.
Κατά τις συναντήσεις αυτές ο καθηγητής διαβεβαίωσε ότι θα περάσουν το μάθημα και παρότρυνε τις δύο φοιτήτριες να επικοινωνήσουν μαζί του σε λίγες μέρες προκειμένου να πληροφορηθούν τη βαθμολογία του γραπτού τους. Μάλιστα έδωσε και τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του.
Έτσι και έγινε. Μετά από λίγες μέρες οι δύο φοιτήτριες τον επισκέφθηκαν και πάλι στο γραφείο του, όπου τους ανακοίνωσε ότι «κόπηκαν», καθώς η βαθμολογία των γραπτών τους ήταν «3», δηλαδή κάτω από τη βάση.
Ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος έσπευσε να τις καθησυχάσει, διαβεβαιώνοντας αυτές ότι ο βαθμός αυτός μπορεί να αλλάξει εάν έκαναν κάποια φροντιστήρια με έναν βοηθό του, χωρίς να διευκρινίσει με σαφήνεια εάν και πότε επρόκειτο να επανεξετασθούν.
Στις ερωτήσεις των φοιτητριών για το πότε θα επανεξετασθούν, αφού η εξεταστική περίοδος είχε τελειώσει, ο καθηγητής απαντούσε αόριστα ότι θα εκτιμούσε το επίπεδό τους και ότι ίσως δεν θα ήταν απαραίτητο να επανεξετασθούν.
Ο καθηγητής κάτω από το βάρος των πιέσεων των φοιτητριών ομολόγησε ότι τα φροντιστηριακά μαθήματα δεν θα γίνουν και ότι πρέπει να καταβάλουν τα σχετικά ποσά προκειμένου να λάβουν μεγαλύτερο βαθμό. Δηλαδή «βαθμό επιτυχίας», ανεξάρτητα από την απόδοσή τους στη εξέταση του μαθήματος.
Αμέσως μετά έδωσε στις φοιτήτριες τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του βοηθού του Α.Τ., ο οποίος δεν είχε σχέση με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Οι φοιτήτριες επικοινώνησαν με τον βοηθό του καθηγητή και έκλεισαν ραντεβού. Τα ραντεβού κλείστηκαν χωριστά το ένα από το άλλο, καθώς οι δύο φοιτήτριες δεν είχαν μέχρι τότε ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους.
Τα ραντεβού πραγματοποιήθηκαν σε δημόσιους χώρους και ο βοηθός του καθηγητή ζήτησε από τις φοιτήτριες, για λογαριασμό του καθηγητή, ποσά ανάλογα με τον βαθμό που επιθυμούσαν να τους βαθμολογήσει.
Μετά από διαπραγματεύσεις, ο μεσολαβητής έλαβε από την πρώτη φοιτήτρια το ποσό των 250 ευρώ για να βαθμολογηθεί με «6», και το ποσό των 300 ευρώ από την δεύτερη προκειμένου να βαθμολογηθεί με «8».
Όταν η πρώτη φοιτήτρια παραπονέθηκε ότι το ύψος του ποσού είναι μεγάλο και ζήτησε μείωση του, ο βοηθός επικοινώνησε τηλεφωνικά μπροστά της με τον καθηγητή, ο οποίες δεν δέχθηκε να μειωθεί το ποσό.
Μετά την καταβολή των ποσών, ο καθηγητής παρέδωσε στη γραμματεία της Σχολής την επίσημη βαθμολογία και, τηρώντας τη συμφωνία που έγινε με τη μεσολάβηση βοηθού του, τις βαθμολόγησε με τους συμφωνημένους βαθμούς «6» και «8».
Η μια από τι δύο φοιτήτριες λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της κατήγγειλε το γεγονός της δωροδοκίας.
Κατόπιν αυτών, κατά του καθηγητή ασκήθηκε από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, στις 28 Απριλίου 2010, πειθαρχική δίωξη για τον λόγο ότι αυτός «επέδειξε διαγωγή εντός του πανεπιστημίου απάδουσα στη αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού».
Συγκεκριμένα του αποδόθηκε ότι εν όψει της εξετάσεως του μαθήματος των μαθηματικών ζήτησε και έλαβε από δύο φοιτήτριες τα ποσά των 250 και 300 ευρώ, με τη μεσολάβηση του Α.Τ., προκειμένου να τις περάσει στο μάθημα των μαθηματικών, κατά τις προσεχείς εξετάσεις, πράγμα που τελικά έγινε, βαθμολογώντας την πρώτη με «6» και την δεύτερη με «8»».
Το πειθαρχικό συμβούλιο του επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσης γιατί «με πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος διέπραξε το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας, για το οποίο καταδικάστηκε αμετάκλητα με απόφαση του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου, οι πράξεις του δε αυτές στοιχειοθετούν βαρεία παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του και καταδεικνύουν διαγωγή απάδουσα στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού».
Παράλληλα, του καταλογίστηκε ότι «ζήτησε και έλαβε κατ΄ εξακολούθηση, χρηματικά ανταλλάγματα που δεν είχε δικαίωμα να λάβει για μελλοντική του ενέργεια περιλαμβανομένη στα καθήκοντα του, ήτοι για αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο».
Το πειθαρχικό συμβούλιο υπογραμμίζει ότι οι ενέργειες του επίμαχου καθηγητή «καταδεικνύουν συμπεριφορά απάδουσα στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού και μαρτυράει έλλειψη συνείδησης των βασικών καθηκόντων του, ως εκ τούτου δε πλήττει καίρια το κύρος του ίδιου του σώματος των ακαδημαϊκών δασκάλων, αλλά και του ίδιου του Πανεπιστημίου, αφού το τελευταίο εμφανίζεται να εξαρτά την προαγωγή των φοιτητών του και κατ΄ επέκταση τη χορήγηση σ΄ αυτούς πτυχίων όχι από τις γνώσεις και την επίδοσή τους, αλλά από την παροχή στους λειτουργούς του οικονομικών ανταλλαγμάτων».
Έτσι προσέφυγε στην Δικαιοσύνη και ζητάει την έκδοση προσωρινής διαταγής που να διαστάσει την αναστολή της πειθαρχικής ποινής. Επίσης, ζητάει να ανασταλεί προσωρινά, αλλά και να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε.
Στην προσφυγή του τονίζει ότι μετά την απόλυσή του δεν πληρώνεται, κάτι που σημαίνει την οικονομική καταστροφή του ίδιου και της οικογένειας του.
Ακόμη, επισημαίνει ότι τα εισοδήματα του κατά το περασμένο έτος, σύμφωνα με την φορολογική του δήλωση είναι λίγο κάτω τις 10.000 ευρώ, ενώ η σύζυγός του δεν έχει εισόδημα. Όμως, έχει και δανειακές υποχρεώσεις (στεγαστικό και καταναλωτικό δάνειο) αναφέρει ο Πανεπιστημιακός καθηγητής.
Παράλληλα, όπως υποστηρίζει καλείται από το Πανεπιστήμιο να επιστρέψει το ποσό των 7.000 ευρώ περίπου, για το διάστημα που είχε τεθεί σε αυτοδίκαιη αποχή από τα καθήκοντα του μέχρι να αποφανθεί οριστικά το πειθαρχικό συμβούλιο των μελών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Για την επιστροφή των χρημάτων που ζητεί το Πανεπιστήμιο, ο καθηγητής υπογραμμίζει ότι είναι το τελευταίο λιθαράκι στην οικονομική καταστροφή της οικογένειας του και του ίδιου.
Σε άλλο σημείο αναφέρει η πειθαρχική απόφαση ότι το συνολικό εισόδημά του για το 2014 θα ανέλθει στα 1.500 ευρώ με συνέπεια να οδηγηθεί με απόλυτη μαθηματική ακρίβεια στην παντελή οικονομική καταστροφή και την εξαθλίωση της οικογένειας του και του ίδιου, αφού είναι αδύνατον με μηδενικά έσοδα να αντεπεξέλθει ακόμα και στα έξοδα διαβίωσης.
Ακόμα αναφέρει ότι η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης που του επιβλήθηκε είναι αντίθετη στη συνταγματική αρχή της ισότητας, ενώ αναφέρει ότι δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία κλήσης του για απολογία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Επίσης, υποστηρίζει ότι κλήθηκε να απολογηθεί για άλλο λόγο από αυτόν που τελικά καταδικάστηκε πειθαρχικά και θέτει και θέμα παραγραφής.