Στη Χαλκιδική είναι πλέον εμπεδωμένο ότι συντελείται ένα ταυτόχρονα οικονομικό, κοινωνικό, οικολογικό και δικαιωματικό έγκλημα, με καταστροφικές, και εφόσον δεν ανακοπεί μη αναστρέψιμες, συνέπειες για το φυσικό περιβάλλον και τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες, καθώς επίσης και για την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων.
Συνεπώς, η άμεση ανακοπή του υπάρχοντος, εν εξελίξει, σχεδίου εξόρυξης χρυσού, αποτελεί το πρώτο απολύτως αναγκαίο και κρίσιμο βήμα. Οι πρώτες κινήσεις και δηλώσεις
της κυβέρνησης και των αρμόδιων υπουργών δείχνουν ότι η πολιτική βούληση υπάρχει. Το βήμα αυτό, παρότι μείζονος σημασίας και κρισιμότητας, αποτελεί αναγκαία αλλά μη ικανή συνθήκη. Η πρόκληση που ακολουθεί αφορά στην αντιστροφή του μοντέλου ανάπτυξης που έχει επιλεγεί και επιχειρείται να επιβληθεί στην περιοχή. Στη διαμόρφωση ενός ριζικά αντιδιαμετρικού υποδείγματος κοινωνικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης που θα λογοδοτεί στις ανάγκες των πολλών –της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας των κατοίκων της περιοχής. Ποιοι είναι, όμως, οι αλληλένδετοι άξονες, τα βήματα και οι ενέργειες στη βάση ενός νέου υποδείγματος;
Βήματα στη βάση ενός νέου υποδείγματος
Πρώτον, απαιτείται η άμεση ακύρωση της λεγόμενης «επένδυσης» στο δάσος των Σκουριών. Αυτό σημαίνει μια σειρά από νομικές και θεσμικές ενέργειες που ξεκινούν από τη «σκανδαλώδη» σύμβαση παραχώρησης σχεδόν ολόκληρης της περιοχής -317.000 στρ- στην εταιρεία Ελληνικός Χρυσός με μηδαμινό όφελος για το δημόσιο και φτάνουν μέχρι την ανάκληση των εγκριτικών αποφάσεων για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και την απόσυρση φωτογραφικών ρυθμίσεων υπέρ της εταιρείας. Αν η πολιτική βούληση είναι αναγκαία συνθήκη, τα ένδικα και θεσμικά μέτρα αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για την προάσπιση των άμεσων και μακροχρόνιων συμφερόντων της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των κατοίκων της περιοχής. Στο ίδιο -θεσμικό- πλαίσιο κινείται και ο αποχαρακτηρισμός της περιοχής, από «μεταλλευτική» που μέχρι τώρα υπαγόρευε την μονοκαλλιέργεια των εξορύξεων, ως τη μόνη αναπτυξιακή διέξοδο.
Δεύτερον, μπορεί να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικής αποκατάστασης το οποίο να χρησιμοποιηθεί ως ευρύτερο αναπτυξιακό έργο για την περιοχή. Όπως δείχνει η εμπειρία από άλλες περιπτώσεις στο εξωτερικό, η διαδικασία αποκατάστασης των περιοχών που έχουν πληγεί από τις εξορυκτικές και μεταλλευτικές δραστηριότητες, πέρα από απολύτως αναγκαία, μπορεί να μετατραπεί, με κατάλληλο σχεδιασμό και σε δυνατότητα κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης. Αυτό το σχέδιο μπορεί να πραγματοποιηθεί με ουσιαστική συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και των θεσμικών φορέων, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, πανεπιστημιακά ιδρύματα, κρατικοί φορείς, ΤΕΕ, δασικοί συνεταιρισμοί, κ.ά. Οφείλει, επίσης, να ενεργοποιήσει διοικητικά εργαλεία (όπως για παράδειγμα το Ρυθμιστικό Σχέδιο, περιφερειακό χωροταξικό κ.τ.λ.), που θα επικουρήσουν την προσπάθεια αλλαγής του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου.
Τα οφέλη είναι εξίσου πολλαπλά: Σε πρώτο στάδιο, η ίδια η διαδικασία της αποκατάστασης θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας στα διάφορα επίπεδα και φάσεις της, όπως ο σχεδιασμός, η υλοποίηση των έργων, ο έλεγχος και συντήρηση. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η περιοχή μπορεί να αποτελέσει πρότυπο αποκατάστασης, τόσο για έρευνα όσο και για εκπαίδευση, σε συνεργασία με πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ανάπτυξη πρότυπων μεθόδων αποκατάστασης, νέων τεχνολογιών επεξεργασίας συμπυκνωμάτων και αποβλήτων, εναλλακτικών μεθόδων (π.χ. βιολογικών) αντιμετώπισης όξινων απορροών, αποτελεσματικότερων μεθόδων γόμωσης στοών και σταθεροποίησης εδάφους. Μπορεί επίσης να αποτελέσει πεδίο έρευνας στους τομείς της βιολογίας, της περιβαλλοντικής διαχείρισης και της οικολογίας.
Τρίτον, στη μεταβατική πορεία αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος μπορεί ενταχθεί και ένα χρονοδιάγραμμα σταδιακής απομάκρυνσης των υπαρχουσών παραδοσιακών μεταλλευτικών δραστηριοτήτων. Το καθεστώς λειτουργίας τους υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο-ιδιοκτησία είναι αναγκαίο βήμα σε αυτή τη φάση, ενώ η συμμετοχή των τοπικών φορέων (π.χ. αυτοδιοίκηση) στο σχεδιασμό και τον έλεγχο της παραγωγής μπορεί να εξασφαλίσει ένα βαθύ δημοκρατικό πλαίσιο προκειμένου οι εργαζόμενοι και η τοπική κοινωνία να ορίσουν τα επόμενα βήματα.
Τέταρτον, είναι κρίσιμης σημασίας η ευρύτερη ανασυγκρότηση της τοπικής παραγωγικής δραστηριότητας σε ένα πλαίσιο μακριά από τη «μονοκαλλιέργεια» των εξορύξεων. Στην πορεία αυτή μπορούν να προκύψουν πολλαπλασιαστικά οικονομικά και αναπτυξιακά αποτελέσματα από την ενεργοποίηση της τοπικής οικονομίας και την εγκαθίδρυση παραγωγικών δικτύων. Συνεπώς, είναι αναγκαία η οργανική σύνδεση των τριών τομέων της παραγωγής και οι συνέργειες μεταξύ τους τόσο στην οικονομική σφαίρα και χρηματοδότηση όσο και στην αξιοποίηση των ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Παράλληλα μπορούν να αξιοποιηθούν μορφές και δομές κοινωνικής οικονομίας, π.χ. δίκτυα παραγωγών και καταναλωτών, συνεταιριστικές δομές κ.λπ., καθώς μέσω αυτών επιτυγχάνεται στο τοπικό και όχι μόνο πλαίσιο η δημοκρατική - κοινωνική λειτουργία, η ενίσχυση της αξίας των τοπικών προϊόντων και η ευρεία διανομή του παραγόμενου πλούτου.
Κλείνοντας, αξίζει να τονιστεί για μια ακόμη φορά ότι για την Αριστερά η διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος δεν αποτελεί «κόστος», αλλά όρο ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών. Η δημοκρατία και η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων είναι ο δρόμος για μια πιο δίκαιη, βιώσιμη και δημιουργική οργάνωση της κοινωνίας στην προσπάθεια ενός ευρύτερου κοινωνικού και οικολογικού μετασχηματισμού. Η περίπτωση των Σκουριών μπορεί να αποτελέσει ένα πεδίου «ελέγχου» αυτής της θέλησης και δυνατότητας μας
Του Γιώργου Βελεγράκη
www.epohi.gr